«Αν κάποιος ελεύθερος προσβάλει δούληή θελήσει να την ακολουθήσει, της δίκηςτο πρόστιμο διπλά να καταβάλλει».
Και πιο κάτω (στίχοι 50-54) διαβάζουμε αυτά που λέει ο κατήγορος, τον οποίον ο Ηρώνδας κατονομάζει Βάτταρο:
«Αν την πόρτα κάποιος ρίξει,ένα χρυσό είναι η ποινή‧ κι αν με γροθιά σε απειλήσει,ένα χρυσό πάλι είναι η ποινή‧ μα αν κάψει σπίτιή παραβιάσει οικογενειακό άσυλο, χίλια χρυσάείναι η ποινή και η ζημιά πληρώνεται διπλά».
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε το αυστηρό πράγματι περιεχόμενο της νομοθεσίας του Χαρώνδα που ίσχυε στην Κω και τη μεγάλη σημασία που αποδιδόταν στις εκούσιες παραβάσεις του νόμου.
Η τήρηση των διατάξεων της νομοθεσίας του Χαρώνδα στηριζόταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, στον πατριωτισμό των πολιτών. Η διαφύλαξη του κύρους και της υπόληψης της πόλης ήταν ο υπέρτατος νόμος. Γι’ αυτό και στον Πορνοβοσκό ο Βάτταρος κλείνει την κατηγορία του απευθυνόμενος στους δικαστές του μ’ ετούτα τα λόγια:
«Το λοιπόν, κύριοι, μη νομίζετε πως η απόφασή σαςαφορά μόνο τον Βάτταρο τον μαστροπό, αλλά καιόλους τους ξένους που μένουνε στην πόλη σας.Τώρα θα δείξετε τη δύναμη που έχει η Κωςκι ο Μέροπας και ποια δόξα είχε ο Θεσσαλόςκι ο Ηρακλής, γιατί ήρθε εδώ ο Ασκληπιόςαπό την Τρίκκη και για ποιό λόγο γέννησεεδώ η Φοίβη την Λητώ. (Επικαλείται εδώ όλοτο μυθολογικό υπόβαθρο του νησιού της Κω).Αυτά να έχετε στο νου σας και ορθή απόφασηνα βγάλετε, ώστε ο Φρύγας (δηλ. ο κατηγορούμενοςΘαλής, που καταγόταν από τη Φρυγία) τώρα πιαμε την ποινή καλύτερος θα γίνει,εκτός αν ψέματα η παροιμία η παλιά μας λέει».(«Πορνοβοσκός», στίχοι 92-102).
Η ζηλευτή ευνομία της Κω, η οποία οφειλόταν στην εφαρμογή της νομοθεσίας του Χαρώνδα, θα οδηγήσει τον Αντίγονο τον Α΄ στην ανάγκη να χρησιμοποιήσει τους Κωακούς Νόμους, «εσφραγισμένους τη Κώων σφραγίδι», όταν αυτός στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του αποφάσισε τη «συνοίκηση», δηλ. τη συγκατοίκηση των πληθυσμών της Λυδικής πόλης Λεβέδου με την παράκτια πόλη Τέω (306 - 302 π. Χ.), που εκείνος τότε εξουσίαζε, έχοντας μάλιστα και τη συγκατάθεση των κατοίκων των δυο αυτών πόλεων.
Ωστόσο δεν χρησιμοποιούνταν μόνο οι νόμοι της Κω, αλλά και οι φημισμένοι δικαστές της, που καλούνταν συχνά να γνωματεύσουν και να κρίνουν υποθέσεις άλλων πόλεων. Έτσι σε επιγραφές με τιμητικά ψηφίσματα αρκετών πόλεων, που υποδεικνύουν μάλιστα και την ανάρτηση «εν τω επιφανεστάτω τόπω προ του δικαστηρίου», διαβάζουμε τις ευχαριστίες των πόλεων εκείνων για την αποστολή δικαστών από την Κω μαζί με την παράκληση να διατηρηθεί η εύνοια των Κώων απέναντί τους. Μερικές φορές ακόμα και οι ίδιοι οι Κώοι καλούσαν δικαστές από άλλες πόλεις για να απονείμουν δικαιοσύνη με τον πιο αδιάβλητο τρόπο σε περίπλοκες και λεπτές υποθέσεις. Άλλωστε στα πλαίσια της πόλης-κράτους εκείνων των εποχών, ή απονομή της δικαιοσύνης από ξένους δικαστές συνιστούσε όχι μόνο νομικό αλλά και πολιτικό φαινόμενο σημαντικό για την επιβίωση της δημοκρατίας.
Τους ξένους δικαστές που έφθαναν στην Κω τους υποδέχονταν αρμόδια όργανα οι «δικασταγωγοί», όπως μαρτυρούν τρεις επιγραφές του νησιού. Οι δικασταγωγοί ασκούσαν τή «δικαστοφυλακία», συνόδευαν δηλαδή τους επιλεγμένους από την πόλη τους ξένους δικαστές στην πόλη της Κω, όπου επρόκειτο να δικάσουν και μεριμνούσαν γι’ αυτούς καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί. Διαφύλαγαν ακόμη και τα «δημόσια και ιδιωτικά συμβόλαια», όπως μας λέγουν οι επιγραφές.
Οι Κώοι κατέφευγαν επίσης και στη διαιτησία ξένης προς τους αντιδίκους πόλης, όπως μαρτυρεί μια πολύ ενδιαφέρουσα Καλυμνιακή επιγραφή, που χρονολογείται στις αρχές του 3ου π. Χ. αιώνα και αναφέρεται στην κρίση ενός δικαστηρίου στην Κνίδο της Μικρασίας, για μια διαφορά δανείου μεταξύ της Καλύμνου και των κληρονόμων ενός Κώου χρηματιστή. Κάποτε, δηλαδή, ο Δήμος Καλυμνίων συνήψε ένα δάνειο από δυο Κώους συνεργάτες χρηματιστές, τον Παυσίμαχο και τον Ιπποκράτη [το όνομα του μέγιστου Κώου γιατρού φαίνεται να το τιμούσαν και να το έδιναν στους γιους τους οι μεταγενέστεροι συντοπίτες του]. Το δάνειο ξοφλούσαν οι Καλύμνιοι τμηματικά. Ύστερα όμως από μερικά χρόνια πέθαναν οι δυο αρχικοί δανειστές και οι Καλύμνιοι εξακολουθούσαν να πληρώνουν στους κληρονόμους τους. Οι κληρονόμοι του Ιπποκράτη ισχυρίστηκαν ότι όσα εισέπραξαν από το Δήμο Καλυμνίων ήταν το δικό τους μερίδιο μονάχα, όχι όμως και το μερίδιο των κληρονόμων του Παυσιμάχου. Και αυτοί ενάγουν το Δήμο Καλυμνίων και απαιτούν να τους καταβληθούν τριάντα τάλαντα, το υπόλοιπο, δηλαδή, του χρέους των Καλυμνίων σ’ αυτούς.
Η επιγραφή ήταν γραμμένη σε δυο όψεις. Στην πρόσθια όψη αναγράφονται τα κύρια πρόσωπα της δίκης, οι στρατηγοί των Κνιδίων, που επόπτευαν τη δίκη, και οι συνήγοροι των Κώων και των Καλυμνίων. Συνήγορος των Κώων ήταν ο Φιλίνος, ο γιος του Διοκλή από την Κω, των δε Καλυμνίων ο Εκατώνυμος, ο γιος του Πρυτάνεως από τη Μίλητο, με συνεργάτες του τους νομομαθείς Καλυμνίους Εξάκεστο, το γιο του Αλκίνου και Αριστόφαντο, το γιο του Αριστόλα. Η επιγραφή αναφέρεται επίσης στη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθεί και στα στοιχεία που έπρεπε να καταθέσουν τόσο οι κατήγοροι, οι «διώκοντες», όσο και οι κατηγορούμενοι, οι «φεύγοντες».
Ο Όρκος τον οποίον έπρεπε να δώσουν οι 204 συνολικά δικαστές πριν από την έναρξη της δίκης, σύμφωνα πάντα με την αναφερόμενη επιγραφή, ήταν σε μετάφραση ο ακόλουθος:
«Ναι, μα τον Δία και τον Λύκιον Απόλλωνα και τη Γη(ορκίζομαι ότι) θα δικάσω γι αυτά που κατέθεσαν ενόρκως οιαντίδικοι, σύμφωνα με τη γνώμη που θα σχηματίσω και θαπιστεύω, ότι είναι απόλυτα δίκαιη και ότι δεν θα εκδώσωαπόφαση στηριζόμενος στην κατάθεση μάρτυρα, που θα μουφανεί ότι δεν λέει την αλήθεια. Και (ορκίζομαι) ότι δεν πήραδώρα για τη δίκη αυτή, ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε άλλος κανένας,άντρας ή γυναίκα, για λογαριασμό μου με κανένα τέχνασμα ήπλάγιο μέσο. Αν σταθώ πιστός στον όρκο μου, είθε όλα ναμούρχονται δεξιά, αν δε επιορκήσω, το αντίθετο να πάθω».
Στη συνέχεια αναφέρεται ο τρόπος της συγκέντρωσης των μαρτυρικών καταθέσεων. Οι καταθέσεις των μαρτύρων, που δεν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στην Κνίδο, όπου ήταν ο τόπος της διεξαγωγής της δίκης, δεν θα γίνονταν την ίδια μέρα και στα δυο νησιά, αλλά οι μεν Κώοι μάρτυρες θα κατέθεταν προ των προστατών αρχόντων της Κω στις 24 του μηνός «Καφίσιου», που αντιστοιχούσε με Δεκέμβρη-Γενάρη, οι δε Καλύμνιοι μάρτυρες θα κατέθεταν μπροστά στους δικούς τους προστάτες άρχοντες, στις 24 του επόμενου μήνα «Βατρόμιου», που αντιστοιχούσε με Γενάρη-Φλεβάρη. Οι καταθέσεις θα γίνονταν «παρεύντων των αντιδίκων», δηλ. επί παρουσία των αντιδίκων. Όσο για τις προτάσεις των αντιδίκων αυτές έπρεπε να κατατεθούν στο δικαστήριο σφραγισμένες με τη δημόσια σφραγίδα της κάθε μιας από τις δυο πόλεις. Οι στρατηγοί είχαν την ευθύνη της αποσφράγισης και παράδοσης στο δικαστήριο όλων των εγγράφων με τα αποδεικτικά στοιχεία για λογαριασμό και των δυο αντιδίκων. Τέλος ο Γραμματέας διάβαζε στο δικαστήριο την καταγγελία, τις προτάσεις και τις μαρτυρικές καταθέσεις των αντιδίκων, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της ανάγνωσής τους στο χρόνο της διάρκειας των αγορεύσεων.
Για τη διεξαγωγή της δίκης ο καθένας από τους αντιδίκους είχε το δικαίωμα να παρουσιάσει τέσσερις συνηγόρους. Οι συνήγοροι μπορούσαν να καταθέσουν και σαν μάρτυρες. Κάθε συνήγορος είχε επίσης το δικαίωμα να μιλήσει δυο φορές. Η κύρια αγόρευση λεγόταν «πρώτος λόγος» και η δευτερολογία «δεύτερος λόγος». Για να υπάρχει ένα όριο στη διάρκεια των αγορεύσεων, χρησιμοποιούσαν την κλεψύδρα, στην οποία έχυναν νερό, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, ανάλογα μα τη σπουδαιότητα της δίκης. Την ποσότητα του νερού την καθόριζαν οι δικαστές. Στη δίκη της Κνίδου ορίστηκε να χυθούν στην κλεψύδρα 18 «χόες» νερό για τον πρώτο λόγο (59 λίτρα περίπου) και 10 χόες για τον δεύτερο. Τον χρόνο της διάρκειας της ροής του νερού δεν μπορούμε να τον ξέρουμε, καθώς αυτός εξαρτιόταν από το άνοιγμα της οπής της
κλεψύδρας.
Δύσκολο τελικά αποδείχθηκε το έργο των δικαστών στην Κνίδο, γιατί η υπόθεση ήταν αρκετά περίπλοκη. Οι κληρονόμοι των Κώων χρηματιστών αξίωναν την εξόφληση του χρέους από τους Καλυμνίους. Ωστόσο οι Καλύμνιοι, άγνωστο με ποια επιχειρήματα, που θα τα μαθαίναμε αν στην οπίσθια όψη της επιγραφής δεν έλειπαν 25 περίπου στίχοι, κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι το χρέος μαζί με τους τόκους είχε ήδη εξοφληθεί, γι’ αυτό και οι δικαστές με πλειοψηφία 48 ψήφων (126 υπέρ και 78 κατά) και εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση για τους κατηγόρους. Η συγκεκριμένη, λοιπόν, αρχαία επιγραφή, που περιγράψαμε, θα μπορούσε να αποτελέσει ιδιαίτερα για τον σύγχρονο νομικό μας κόσμο ένα εξαιρετικό υπόδειγμα μιας πληρέστατης δικονομικής διαδικασίας, του τρόπου, δηλαδή, της διεξαγωγής μιας δίκης.
Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια η ρωμαϊκή νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε από το 146 π. Χ. μέχρι το 235 μ. Χ., επέδρασε σταδιακά στο πατροπαράδοτο δίκαιο των Κώων. Οι Νόμοι (Leges), τα Διατάγματα της Συγκλήτου (Senatus Consulta) και οι Αυτοκρατορικές Διατάξεις (Contitutiones) μπήκαν σίγουρα στη ζωή των Κώων, όπως και των άλλων υποτελών. Δεν βρέθηκαν όμως στο νησί άλλες επιγραφές, που να σχετίζονται με τη ρωμαϊκή δικαιοσύνη, εκτός από μία. Πρόκειται για επιτύμβια στήλη, εντοιχισμένη ψηλά στην ανατολική πλευρά του οθωμανικού τεμένους του Πλατάνου και αναφέρεται στην κακόβουλη («δόλω πονηρώ») μετατόπιση σε άλλο μέρος ενός άγνωστου σ’ εμάς αντικειμένου, που περιγράφεται στην αρχή της επιγραφής, η οποία στο σημείο εκείνο είναι κατεστραμμένη.
Ζητά δε να κριθεί κάποιος υπεύθυνος απέναντι στην περιουσιακή υπόσταση του ηγεμόνα («τω φίσκω»), καθώς παραβίασε τη σχετική νομοθεσία και ντρόπιασε τους καταχθόνιους θεούς Πλούτωνα, Δήμητρα, Περσεφόνη και Ερινύες. Ο νομικός όρος “δόλω πονηρώ” αντιστοιχεί με το ρωμαϊκό “dolus malo”, ενώ o φίσκος, από το λατινικό “fiscus”, σήμαινε το προσωπικό ταμείο του ηγεμόνα, που το διοικούσε πάντα ο εκάστοτε Ρωμαίος Αυτοκράτορας.
Είδαμε, λοιπόν, ότι ο θεσμός της δικαιοσύνης κυριάρχησε ως ύψιστη αρετή για τους κατοίκους της Κω, που με το πνεύμα τους αυτό διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη σφυρηλάτηση του αρχαίου ελληνικού δικαίου.
Περισσότερα για το θεσμό της δικαιοσύνης στην αρχαία Κω βλέπε στο βιβλίο μου: «Ιστορία της Νήσου Κω», έκδοση Δήμου Κω 1990, σελ.116-120, 155-156. Και στην αγγλική έκδοση του ιδίου βιβλίου, έτους 2015, σελ. 119-123, 158-159, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.