Τα δημόσια κτίρια (σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες και ευαγή ιδρύματα) της Δωδεκανήσου, τα οποία σήμερα χαρακτηρίζονται «ιστορικά» καθώς πρόκειται για οικοδομήματα της περιόδου της Ιταλοκρατίας κτισμένα όμως με καταναγκαστική εργασία και οικονομική αφαίμαξη των Δωδεκανησίων και κυρίως πάνω στη δική τους γη, κινδύνευσαν λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών με δόλιες πράξεις στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω-Λέρου να παραχωρηθούν στο Βατικανό, ώστε να μην μπορούν να περιέλθουν αργότερα στο Ελληνικό Δημόσιο.
Μελετώντας τα κατά καιρούς σχετικά δημοσιεύματα και κάποια έγγραφα εκείνης της εποχής, πληροφορηθήκαμε ότι με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του 1943 η Διοίκηση των Δωδεκανήσων προσπάθησε να πουλήσει τα ακίνητα και τις εκτάσεις που είχε απαλλοτριώσει ή αγοράσει από την Καθολική Εκκλησία, στο Βατικανό. Μετά την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς, τοποθετήθηκε Διοικητής των νησιών ο μέχρι τότε Ιταλός υποδιοικητής Faralli, ο οποίος πούλησε δια του Καθολικού Αρχιεπισκόπου Ρόδου Ambrosio Acciari στο Βατικανό ότι είχε αγοράσει η φασιστική κυβέρνηση και ειδικά ο προ - προκάτοχός του De Vecchi για λογαριασμό του ιταλικού κράτους. Η πώληση έγινε στις 4 Οκτωβρίου 1944 αντί του συμβολικού ποσού των 4.500.000 λιρετών.
Και ως προς την Ρόδο επιχειρήθηκε η πρωτοκόλληση της αίτησης μεταγραφής της πώλησης αυτής την 1η Μαΐου 1945 στο εκεί Κτηματολογικό Γραφείο, σύμφωνα με τα ισχύοντα στον Κτηματολογικό Κανονισμό. Ως προς δε την Κω η αιτηθείσα μεταγραφή από τον αντιπρόσωπο του Αρχιεπισκόπου των Καθολικών P. Michelangelo Bacheca είχε άλλη κατάληξη. Ο αναλαβών καθήκοντα Προέδρου Πρωτοδικών Κω μόλις άρχισε η Αγγλική κατοχή των Δωδεκανήσων αείμνηστος Δρόσος Ταυλάριος (Καλύμνιος την καταγωγή) ως αρμόδιος Δικαστής του Κτηματολογίου Κω, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 29 Οκτωβρίου 1945 για την αιτηθείσα μεταγραφή όλων των ακινήτων, με την αιτιολογία ότι ο Faralli, που ήταν διορισμένος από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, δεν είχε καμία ιδιότητα ως εκπρόσωπος της ήδη καταρρεύσασας φασιστικής κυβέρνησης της Ιταλίας καθώς ασκούσε καθήκοντα υπό επίβλεψη και υπέγραφε κατόπιν γερμανικής εντολής. Συνεπώς το πωλητήριο της 4ης Οκτωβρίου 1944 ήταν αυθαίρετο και ανίσχυρο και υπήρξε προϊόν σκόπιμης εικονικότητας. Αντίγραφο της απορριπτικής αυτής απόφασης κοινοποιήθηκε αμέσως την 30.10.1945 στον Michelangelo Bacheca από τον εντεταλμένο κλητήρα του Πρωτοδικείου Κω Σάββα Χατζηβασιλείου.
Η σθεναρή στάση του αγνού εκείνου Έλληνα δικαστικού έπεισε τελικά τους Ιταλούς, που δέχτηκαν ως νόμιμη την απορριπτική του απόφαση και θεώρησαν λήξασα την υπόθεση, για την οποία δεν επανήλθαν κατά το διάστημα της ολιγόχρονης πια παραμονής τους στα Δωδεκάνησα, δεν έπεισε όμως και τους «φίλους» και συμμάχους μας Άγγλους. Γύρω στα μέσα Μαρτίου του 1947, παραμονές δηλαδή της παράδοσης της Διοίκησης των νησιών μας από τους Βρετανούς στις Ελληνικές Αρχές, ο Άγγλος Εφέτης της Ρόδου, ο οποίος, ας σημειωθεί, ήταν Καθολικός το θρήσκευμα, πιθανώς ιρλανδικής καταγωγής, αξίωσε με απλή επιστολή του προς τον διευθυντή του Κτηματολογίου Κω αείμνηστο Νικόλαο Γεωργιάδη να μεταγράψει τα ακίνητα στ’ όνομα του Βατικανού. Ο Γεωργιάδης όμως δεν έλαβε υπόψη το αξίωμα του επιστολογράφου και δεν προχώρησε στην κατά παραγγελία μεταγραφή, αλλά σαν καλός πατριώτης κι ευσυνείδητος υπάλληλος ανακοίνωσε τα της επιστολής του Άγγλου Εφέτη στον προϊστάμενό του Πρόεδρο Πρωτοδικών Κω Δρόσο Ταυλάριο.
Ο Ταυλάριος με τη σειρά του έδωσε εντολή στον Γεωργιάδη να απαντήσει εγγράφως στον Άγγλο Εφέτη ότι: α) ο διευθυντής του Κτηματολογίου λαμβάνει διαταγές μόνο από τον προϊστάμενό του Πρόεδρο Πρωτοδικών Κω, β) οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων μετατρέπονται μόνο με αποφάσεις ανωτέρων δικαστηρίων, γ) εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση κατά της εκδοθείσας απόφασης, η πρωτόδικος απόφαση κατέστη τελεσίδικη και κανένα δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα «καλώς αποφασισθέντα» και δ) «είναι όλως παράλογον και παράτολμον ο Εφέτης Ρόδου να αποτολμά δ’ απλής επιστολής την μετατροπήν αποφάσεως και μεταγραφήν των ακινήτων επ’ ονόματι του Βατικανού».
Στο μεταξύ έχοντας πληροφορηθεί τα σχετικά με τις δόλιες και σατανικές απόπειρες μεταγραφής των ακινήτων ο αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Ρόδο Συνταγματάρχης του Ιερού Λόχου αείμνηστος Χριστόδουλος Τσιγάντες θα προβεί σε μια ρηξικέλευθη παρέμβαση. Ζήτησε από την αρμόδια Αντιπροσωπεία της Ελληνικής Κυβέρνησης (στην οποία παρίστατο και ο εκ Σύμης καθηγητής αείμνηστος Σωτήριος Αγαπητίδης), η οποία πήρε μέρος στην υπογραφή της μεταξύ των Συμμάχων και της Ιταλίας Συνθήκης Ειρήνης την 10η Φεβρουαρίου του 1947 στο Παρίσι, να περιληφθεί στη Συνθήκη αυτή και στο Παράρτημα XIV (παράγραφος 2) ο καταλυτικός όρος ότι: «Πάσαι αι μεταβαβιβάσεις κρατικών ή παρακρατικών ιταλικών περιουσιών, αίτινες εγένοντο μετά την 3ην Σεπτεμβρίου 1943, θα θεωρώνται ως άκυροι και μη γενόμεναι». Αυτός ο όρος κυρώθηκε τελικά με το Νομοθετικό Διάταγμα 423/1947 κι έτσι τα σχολικά και τα άλλα κρατικά κτίρια της Δωδεκανήσου σώθηκαν από το αδηφάγο βλέμμα και την αρπακτικότητα του Βατικανού και από το Ιταλικό Δημόσιο περιήλθαν οριστικά στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως απευθείας διαδόχου του Ιταλικού Κράτους.
Μελετώντας τα κατά καιρούς σχετικά δημοσιεύματα και κάποια έγγραφα εκείνης της εποχής, πληροφορηθήκαμε ότι με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του 1943 η Διοίκηση των Δωδεκανήσων προσπάθησε να πουλήσει τα ακίνητα και τις εκτάσεις που είχε απαλλοτριώσει ή αγοράσει από την Καθολική Εκκλησία, στο Βατικανό. Μετά την κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς, τοποθετήθηκε Διοικητής των νησιών ο μέχρι τότε Ιταλός υποδιοικητής Faralli, ο οποίος πούλησε δια του Καθολικού Αρχιεπισκόπου Ρόδου Ambrosio Acciari στο Βατικανό ότι είχε αγοράσει η φασιστική κυβέρνηση και ειδικά ο προ - προκάτοχός του De Vecchi για λογαριασμό του ιταλικού κράτους. Η πώληση έγινε στις 4 Οκτωβρίου 1944 αντί του συμβολικού ποσού των 4.500.000 λιρετών.
Και ως προς την Ρόδο επιχειρήθηκε η πρωτοκόλληση της αίτησης μεταγραφής της πώλησης αυτής την 1η Μαΐου 1945 στο εκεί Κτηματολογικό Γραφείο, σύμφωνα με τα ισχύοντα στον Κτηματολογικό Κανονισμό. Ως προς δε την Κω η αιτηθείσα μεταγραφή από τον αντιπρόσωπο του Αρχιεπισκόπου των Καθολικών P. Michelangelo Bacheca είχε άλλη κατάληξη. Ο αναλαβών καθήκοντα Προέδρου Πρωτοδικών Κω μόλις άρχισε η Αγγλική κατοχή των Δωδεκανήσων αείμνηστος Δρόσος Ταυλάριος (Καλύμνιος την καταγωγή) ως αρμόδιος Δικαστής του Κτηματολογίου Κω, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 29 Οκτωβρίου 1945 για την αιτηθείσα μεταγραφή όλων των ακινήτων, με την αιτιολογία ότι ο Faralli, που ήταν διορισμένος από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, δεν είχε καμία ιδιότητα ως εκπρόσωπος της ήδη καταρρεύσασας φασιστικής κυβέρνησης της Ιταλίας καθώς ασκούσε καθήκοντα υπό επίβλεψη και υπέγραφε κατόπιν γερμανικής εντολής. Συνεπώς το πωλητήριο της 4ης Οκτωβρίου 1944 ήταν αυθαίρετο και ανίσχυρο και υπήρξε προϊόν σκόπιμης εικονικότητας. Αντίγραφο της απορριπτικής αυτής απόφασης κοινοποιήθηκε αμέσως την 30.10.1945 στον Michelangelo Bacheca από τον εντεταλμένο κλητήρα του Πρωτοδικείου Κω Σάββα Χατζηβασιλείου.
Η σθεναρή στάση του αγνού εκείνου Έλληνα δικαστικού έπεισε τελικά τους Ιταλούς, που δέχτηκαν ως νόμιμη την απορριπτική του απόφαση και θεώρησαν λήξασα την υπόθεση, για την οποία δεν επανήλθαν κατά το διάστημα της ολιγόχρονης πια παραμονής τους στα Δωδεκάνησα, δεν έπεισε όμως και τους «φίλους» και συμμάχους μας Άγγλους. Γύρω στα μέσα Μαρτίου του 1947, παραμονές δηλαδή της παράδοσης της Διοίκησης των νησιών μας από τους Βρετανούς στις Ελληνικές Αρχές, ο Άγγλος Εφέτης της Ρόδου, ο οποίος, ας σημειωθεί, ήταν Καθολικός το θρήσκευμα, πιθανώς ιρλανδικής καταγωγής, αξίωσε με απλή επιστολή του προς τον διευθυντή του Κτηματολογίου Κω αείμνηστο Νικόλαο Γεωργιάδη να μεταγράψει τα ακίνητα στ’ όνομα του Βατικανού. Ο Γεωργιάδης όμως δεν έλαβε υπόψη το αξίωμα του επιστολογράφου και δεν προχώρησε στην κατά παραγγελία μεταγραφή, αλλά σαν καλός πατριώτης κι ευσυνείδητος υπάλληλος ανακοίνωσε τα της επιστολής του Άγγλου Εφέτη στον προϊστάμενό του Πρόεδρο Πρωτοδικών Κω Δρόσο Ταυλάριο.
Ο Ταυλάριος με τη σειρά του έδωσε εντολή στον Γεωργιάδη να απαντήσει εγγράφως στον Άγγλο Εφέτη ότι: α) ο διευθυντής του Κτηματολογίου λαμβάνει διαταγές μόνο από τον προϊστάμενό του Πρόεδρο Πρωτοδικών Κω, β) οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων μετατρέπονται μόνο με αποφάσεις ανωτέρων δικαστηρίων, γ) εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση κατά της εκδοθείσας απόφασης, η πρωτόδικος απόφαση κατέστη τελεσίδικη και κανένα δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα «καλώς αποφασισθέντα» και δ) «είναι όλως παράλογον και παράτολμον ο Εφέτης Ρόδου να αποτολμά δ’ απλής επιστολής την μετατροπήν αποφάσεως και μεταγραφήν των ακινήτων επ’ ονόματι του Βατικανού».
Στο μεταξύ έχοντας πληροφορηθεί τα σχετικά με τις δόλιες και σατανικές απόπειρες μεταγραφής των ακινήτων ο αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Ρόδο Συνταγματάρχης του Ιερού Λόχου αείμνηστος Χριστόδουλος Τσιγάντες θα προβεί σε μια ρηξικέλευθη παρέμβαση. Ζήτησε από την αρμόδια Αντιπροσωπεία της Ελληνικής Κυβέρνησης (στην οποία παρίστατο και ο εκ Σύμης καθηγητής αείμνηστος Σωτήριος Αγαπητίδης), η οποία πήρε μέρος στην υπογραφή της μεταξύ των Συμμάχων και της Ιταλίας Συνθήκης Ειρήνης την 10η Φεβρουαρίου του 1947 στο Παρίσι, να περιληφθεί στη Συνθήκη αυτή και στο Παράρτημα XIV (παράγραφος 2) ο καταλυτικός όρος ότι: «Πάσαι αι μεταβαβιβάσεις κρατικών ή παρακρατικών ιταλικών περιουσιών, αίτινες εγένοντο μετά την 3ην Σεπτεμβρίου 1943, θα θεωρώνται ως άκυροι και μη γενόμεναι». Αυτός ο όρος κυρώθηκε τελικά με το Νομοθετικό Διάταγμα 423/1947 κι έτσι τα σχολικά και τα άλλα κρατικά κτίρια της Δωδεκανήσου σώθηκαν από το αδηφάγο βλέμμα και την αρπακτικότητα του Βατικανού και από το Ιταλικό Δημόσιο περιήλθαν οριστικά στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως απευθείας διαδόχου του Ιταλικού Κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου