Όπως σε όλα τα νησιά του Αιγαίου έτσι και στην
Κω άνδρες και γυναίκες ντυνόντουσαν στο παρελθόν με την παραδοσιακή στολή τους,
αληθινό καμάρι λεβεντιάς και γνήσιας ελληνικής καλαισθησίας, που σήμερα πια
φοριέται μόνο στις εθνικές εορτές και στις ανάλογης σημασίας πολιτιστικές
εκδηλώσεις, για να θυμίζει το μεγαλείο μιας ανόθευτης κι ευτυχισμένης εποχής,
που μέσα από τα χρόνια της κατόρθωσε να κρατήσει στη γελαστή ψυχή του Κωακού
Λαού φλογερή την αίσθηση και τη λαχτάρα της ομορφιάς σε όλο το μακρόχρονο
διάστημα της σκλαβωμένης ζωής του.
Στα παλιά
τα χρόνια οι κάτοικοι της Κω, που οι περισσότεροι ήταν ζευγάδες (ή λεσπέριδες),
έφτιαχναν τα υφάσματα με δικά τους υλικά, όπως λινάρι, βαμβάκι και μετάξι, που
καλλιεργούσαν μόνοι τους και μαλλί, που προμηθεύονταν από τους κτηνοτρόφους (πιστικούς).Έτσι
οι ζευγκαΐνες ή λεσπέρισσες ύφαιναν στο αργκαστήρι τους τα παμπακερά
και τα μάλλινα πουκάμισα, βράκες, μισοφόρια, σεντόνια, κουβέρτες,
κουρελούδες, χράμια, κιλίμια, μόστρες, σιζατέδες κ.ά., ανάλογα με τις
οικογενειακές τους ανάγκες. Τα γούστα πάλι και οι οικονομικές τους δυνατότητες
καθόριζαν την ποιοτική αξία όλων των υφαντών. Αλλά ας δούμε την κώτικη φορεσιά
ανδρών και γυναικών χωριστά.
Η φορεσιά του άνδρα

Τη φορεσιά των ανδρών συμπλήρωναν
οι μακριές μαύρες κάλτσες, πλεκτές από βαμβακερό ή μάλλινο νήμα, που τις
φορούσαν μόνο τις Κυριακές και τις σκόλες (τα κοπέλλια, δηλαδή
οι νέοι, δεν φορούσαν) με τριών ειδών ποήματα (υποδήματα): τα γεμενιά
ή παρακατινά, τους τζεσμέδες ή καλά ποήματα, που έφθαναν ως τα
γόνατα και τα παπαδίστικα, που ήταν χαμηλά, όπως τα σημερινά
παπούτσια και τα φορούσαν οι ηλικιωμένοι. Στο κεφάλι επί Τουρκοκρατίας φορούσαν
το φέσι ή ένα είδος σαρικιού από βαμβακερό ύφασμα τον φουντάν
ή σκούφο από μαύρο βελούδο ή από χοντρό μαλλίτικο.
Χρησιμοποιούσαν επίσης και κόκκινο μαντήλι, που έδεναν στο λαιμό.
Η φορεσιά της γυναίκας

Οι γυναικείες φορεσιές έμοιαζαν σχεδόν μεταξύ τους, αφού ακολουθούσαν την ίδια μόδα, διέφεραν όμως μόνο ως προς την ποιότητα. Οι γυναίκες φορούσαν άσπρο λινό ή μεταξωτό μακρύ πουκάμισο, που φαινόταν μπροστά μέσα από τη ριγωτή μεταξωτή ψαλιδιά. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το γιλέκιν ή γελεκάκι με μανίκια μακρύτερα από το μήκος των χεριών, για να ανασκουμπώνονται στα άκρα. Πάνω από το γιλέκιν φορούσαν το ταμπάρο, μακρύ σαν παλτό και φαρδύ, με μεγάλες λόξες ραμμένο, που για τις πλούσιες ήταν χρυσομεταξοΰφαντο, φοδραρισμένο ολόκληρο με το πιο σπάνιο και χιονόλευκο γουναρικό της ερμίνας. Οι πλούσιες πάλι φορούσαν και μια ολόχρυση ζώνη με πόρπες. Οι φτωχές το χειμώνα αντί ταμπάρο φορούσαν το σάκχο (χοντρό σακάκι) από μάλλινο υφαντό ύφασμα ή τον παμπακλήν. Ο παμπακλής γινόταν με διπλό ύφασμα γεμισμένο από βαμβάκι, όπως το πάπλωμα, λεπτότερο στο πάχος και γαζωμένο με ρομβοειδή ή πυκνά παράλληλα γαζιά, για να συγκρατιέται το βαμβάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου