Σε σκωπτικά κατά του ιταλικού φασισμού
έντυπα, που εκδόθηκαν και διανέμονταν στην
Αθήνα μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού
Πολέμου, με σκοπό να ενημερώσουν τον Ελληνικό Λαό για όλες τις
προηγηθείσες ανήθικες, καταχθόνιες και εγκληματικές πράξεις των Ιταλών Φασιστών,
που δεν δίστασαν να μπήξουν τελικά το
στιλέτο τους στο κορμί της πατρίδας μας, ανέσυρα κάποιες σελίδες, αποκαλυπτικές
του κλίματος εκείνης της εποχής και τις παρουσιάζω με μια ελεύθερη προσαρμογή στη δημοτική μας
γλώσσα, για να αντιληφθούμε το μέγεθος
της υποκρισίας, δολοπλοκίας, υστεροβουλίας και αναισχυντίας των τότε Ιταλών
ιθυνόντων (διάβαζε «διπλωματών») του φασισμού και πόσο σίγουροι ένοιωθαν ότι θα
καταβρόχθιζαν την Ελλάδα «μέσα σε μια
νύχτα». Σχέδιο που
καταποντίστηκε, βέβαια, από τις πρώτες
κιόλας ημέρες της επιδρομής τους.
---------
ΜΑΡΤΙΟΣ 1939 - ΙΟΥΝΙΟΣ
1940.
Εκείνο το απόγευμα
του Μαρτίου του 1939, είχε γίνει στη Ρώμη μια τελετή, από την οποία πολύ λίγα
κατανόησε ο Ιταλικός λαός: Είχε παρελάσει από τις κεντρικές οδούς μια μεραρχία
μελανοχιτώνων, με τη μυστηριώδη επιγραφή, επί κεφαλής: «Η Ρώμη ανοίγει νέα οδό».
Από του μεγάρου του Φάσιο, ο ίδιος ο Ντούτσε
[δηλαδή ο Μπενίτο Μουσολίνι] παρακολούθησε
την παρέλαση.
Γιατί
τόση επισημότητα; Και τί σήμαινε η επιγραφή με τη «νέα οδό»; Μυστήριο! Και το είχε σκεπάσει πλέον και αυτό μαζί με
τα τόσα άλλα, ο παγερός ουρανός της Ρώμης, όταν, περασμένα μεσάνυκτα, ένα
αυτοκίνητο, που έφερε στα φτερά του τα διακριτικά του Υπουργείου των
Εξωτερικών, στάθμευσε προ του μεγάρου του κόμη Τσιάνο [πρόκειται για τον
Γκαλεάτσο Τσιάνο, Υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Μουσολίνι]. Ένας ανώτερος υπάλληλος, ζήτησε να δει τον κ.
υπουργό: ο Γκαλεάτσο προσήλθε με πυτζάμες. Ήταν υπόθεση επείγουσα: Ένα
τηλεγράφημα από το Λονδίνο ανήγγελλε, ότι δημοσιεύθηκαν εκεί ειδήσεις, σύμφωνα
με τις οποίες η Ιταλία επρόκειτο να καταλάβει την Αλβανία.
«Μα
πώς το έμαθαν;» ψιθύρισε ο Γκαλεάτσο. Ντύθηκε και κατευθύνθηκε στο υπουργείο, όπου είχε καταφθάσει και ο
σινιόρ Ανφούζο, το δεξί του χέρι στις δολοπλοκίες, ο άξιος συνεργάτης του στα φασιστικά διπλωματικά εγκλήματα. «Μας αποκάλυψαν», του είπε με απόγνωση ο
Γκαλεάτσο. «Μη φοβάστε, εξοχότατε», τον
καθησύχασε ο Ανφούζο.
Την
επομένη η Ρώμη μετέδιδε από το ραδιόφωνο και τις
εφημερίδες την επίσημη διαβεβαίωση ότι η Ιταλία
δεν θα αποβιβαζόταν στην Αλβανία. Τα Ελληνικά όμως Προξενεία της
Αλβανίας είχαν αντίθετες πληροφορίες: Οι Ιταλοί του Αυλώνα, ειδικότερα,
μιλούσαν για προσεχή κατάληψη της Κέρκυρας. Η Ελλάδα καταλάβαινε πολύ καλά ότι
αποβίβαση στην Αλβανία, θα σήμαινε πρώτο βήμα για την Αθήνα. Υπήρχαν, άλλωστε,
και τα παλαιότερα γεγονότα βομβαρδισμού της Κέρκυρας, η δραματική, στάσιμη κατάσταση
στα Δωδεκάνησα [που διένυαν τον 17ο χρόνο από την
έναρξη της φασιστικής τους κατοχής] καθώς
και τα επεισόδια στον Πειραιά, κατά τη διέλευση των ιταλικών πλοίων, των οποίων
οι ναύτες τραγουδούσαν:
«Αλονγκιάμο
νόστρα βία,
πρεντερέμο λα Τουρκία,
αντιάμο ιν Ατίνα,
περ πασάρε βίτα φίνα….»
Ήθελαν,
δηλαδή, να καταλάβουν την Αθήνα, για να περάσουν ζωή «φίνα». Παρά τις
αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις της Ρώμης ότι δεν θα επέμβει στην Αλβανία, ιταλικά
στρατεύματα επιβιβάζονταν στο Μπρίντιζι και Μπάρι, πυρετώδεις ετοιμασίες γίνονταν
στα αεροδρόμια της Αδριατικής και στις 7 Απριλίου στις 6 το πρωί, πέντε ιταλικά
πολεμικά πλοία, συνοδευόμενα από δυο οπλιταγωγά, βομβάρδιζαν το Δυρράχιο και
αποβίβαζαν τους μελανοχίτωνες. Στην πρώτη γραμμή υπήρχε η επιγραφή: «η Ρώμη
ανοίγει νέα οδό». Ήταν Μεγάλη Παρασκευή! Η Αλβανία καταλήφθηκε «για να
εκπολιτισθεί» (;) , δήλωσε ο κόμης Τσιάνο. Οι μελανοχίτωνες παρήλαυναν τώρα
στις κεντρικές οδούς του Δυρραχίου, τραγουδώντας το: «αντιάμο ιν Ατίνα».
-------------
Η
Πρωτεύουσα της Ελλάδας είχε περιβληθεί τον πένθιμο διάκοσμο της Μεγάλης
Παρασκευής, οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες, οι καμπάνες των εκκλησιών χτύπαγαν
πένθιμα και μέσα στη μυστικοπαθή ατμόσφαιρα άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου της
Μητρόπολης. Ο Ιωάννης Μεταξάς πριν κατευθυνθεί στην εκκλησία,
ζήτησε να μάθει, αν είχε ληφθεί τηλεγράφημα από τη Ρώμη, για μια- έστω και
τυπική- «εγγύηση» της Ιταλίας προς την Ελλάδα, ύστερα από την κατάληψη της
Αλβανίας. Του απάντησαν αρνητικά. Ενώ ακολουθούσε τον Επιτάφιο, ο υπασπιστής
του, του παρέδωσε ένα τηλεγράφημα: ήταν του Πρεσβευτή μας στη Ρώμη, που έλεγε
ότι ο Μουσολίνι απόφευγε να μιλήσει για την περαιτέρω στάση του. Ήθελε να
κρατήσει σε νευρικότητα τον Ελληνικό Λαό, να τον εκφοβίσει και να εκμεταλλευθεί
τη σύγχυση που προκάλεσε το έγκλημά του κατά της Αλβανίας.
Στο
μεταξύ στο δικό μας Υπουργείο των Εξωτερικών, έφθαναν οι δηλώσεις του διοικητή
του πρώτου ιταλικού τάγματος, που είχε εισέλθει στα Τίρανα. Είχε πει: «Θα τη
μεγαλώσουμε την Αλβανία». Πώς θα τη μεγάλωναν; Δεν θα της έκοβαν, βέβαια, ένα
κομμάτι από το δικό τους παπούτσι. Υπονοούσαν την Ελλάδα. Ήθελαν όμως να τη
φάνε κι αυτή, δίχως να πληρώσουν, όπως έφαγαν ολόκληρη την Αιθιοπία, ξοδεύοντας
λίγα ασφυξιογόνα. Ο Ντούτσε ονειρευόταν να κάμει τη Μεσόγειο «λίμνη ιταλική».
Και τότε η Αγγλία κάλεσε τον Πρεσβευτή μας στο
Λονδίνο και του είπε: «Αν ο Μουσολίνι σας επιτεθεί, μπορείτε να ελπίζετε στη
βοήθειά μας». Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη Ρώμη. Ο Ανφούζο πήρε στο τηλέφωνο
τον Πρεσβευτή μας και με προσποιητή γλυκύτητα του είπε: «Τι γίνεστε, φίλτατε;
Ελάτε, κι έχω ευχάριστα νέα». Ήταν η δήλωση του Μουσολίνι, ότι «η διατήρηση της
φιλίας μας με την Ελλάδα, είναι η βάση της πολιτικής μας». Και ο Ανφούζο έδειξε
στον Έλληνα Πρεσβευτή το σημείωμα, που
είχε γράψει ο ίδιος ο Ντούτσε. Ένα μήνα μετά τη «φαμόζα» ιδιόχειρη
«εγγύηση», μια αλβανική επιτροπή
οδηγήθηκε στη Ρώμη, για να προσφέρει το αλβανικό στέμμα στο Ντούτσε. Και ο
Μουσολίνι δηλώνει: «Η Ιταλία θα τη μεγαλώσει την Αλβανία!».
Στο
μεταξύ η πρεσβεία μας στα Τίρανα έστελλε καθημερινά τηλεγραφήματα, για
συγκεντρώσεις ιταλικών στρατευμάτων. Οι φασίστες τραγουδούσαν ήδη, από τον
Απρίλιο του 1939: «Θα πάρουμε την Ήπειρο, θα μπούμε στην Αθήνα, και θα στήσουμε
το άγαλμα του Ντούτσε πάνω στην Ακρόπολη» (!) . Τ ρ α γ ο υ δ ο ύ σ α ν……
Είδαν
και απόειδαν οι Ιταλοί και σκέφτηκαν να βρουν άλλο πάτημα: την εγγύηση της
Αγγλίας. Συναντά ο Μουσολίνι τον Έλληνα
Πρεσβευτή σε κάποιο βασιλικό δείπνο στα ιταλικά ανάκτορα του Κυρηνάλιου και
μόλις τον πλησίασε ο Πρεσβευτής μας κατσούφιασε. Οτιδήποτε του θύμιζε την
Ελλάδα τον εξαγρίωνε. Αρπάζει, λοιπόν, τον Πρεσβευτή μας σχεδόν από το λαιμό,
και τον ρωτάει γιατί δεχτήκαμε την αγγλική εγγύηση! Ο Πρεσβευτής του εξήγησε
πως ήταν δύσκολο να επιστρέψουμε μια εγγύηση, που δόθηκε στις τραγικές ώρες που
είχαμε μείνει μόνοι. Στη συζήτηση παρεμβαίνει και ο Γκαλεάτσο Τσιάνο, που άφησε να υπονοηθούν απειλές κατά της Ελλάδας,
κάνοντας επίδειξη τόλμης για να
καμαρώσει ο πεθερός του. Η συνομιλία
έληξε κάπως απότομα, αλλά αποκάλυψε το νέο μονοπάτι της ιταλικής δολιότητας:
την επιμονή στη διάρρηξη της φιλίας μας με την Αγγλία. Ο Μουσολίνι χτύπησε το
πόδι του στο παρκέτο, σαν το αφηνιασμένο άλογο, που εμποδίζουν το δρόμο του.
Δυσφορούσε γιατί δεν πέφταμε στην αγκαλιά του λέγοντας: Μπενίτο, σου δίνουμε τη ψυχή μας!
------------
Ο σινιόρ Γκράτσι [πρεσβευτής της
Ιταλίας στην Ελλάδα] ήταν
χονδρός, είχε μορφή παχύδερμου, το οποίον υποφέρει και αγκομαχεί σε κάθε του
μετακίνηση, και οι γιατροί, του είχαν συστήσει να αποφεύγει την κόπωση. Την
εντολή, την εκτελούσε πιστά. Την τακτική του όμως ήλθε να αναστατώσει ο Τσιάνο,
ο οποίος ξαφνικά άρχισε να τον πηγαινοφέρνει αεροπορικώς: Αθήνα-Ρώμη, Ρώμη-Αθήνα. Και ο άνθρωπος ζαλιζόταν στο αεροπλάνο και υπόφερε. Αλλά δεν ήταν
δυνατό να γίνει αλλιώς, διότι ο Τσιάνο προετοίμαζε το έγκλημα της 28ης
Οκτωβρίου και ήταν ανάγκη να συνεργάζεται στενά με τον Γκράτσι, που θα καθησύχαζε
την Αθήνα μέχρις ότου θα ερχόταν η ώρα του στιλέτου. Ο Γκράτσι, λοιπόν, έσπευδε
να διαβεβαιώνει τον Μεταξά: «Εμείς κακό εναντίον σας; Εμείς είμεθα αδελφοί σας!
Η φιλία μας με την Ελλάδα είναι ακλόνητη!» Και ο Μεταξάς, που δεν ίδρωνε το
αφτί του από τέτοιες φιλοφρονήσεις, του υπενθύμιζε: «Αν μας χτυπήσετε, θα
πολεμήσουμε!». Ο Γκράτσι διέσχιζε τα ιμάτιά του: «Εμείς να σας χτυπήσουμε; Προς Θεού….»
Δεν
δίστασε, ο παχύδερμος δολοπλόκος, να επισκεφθεί και τον Αρχηγό του Γενικού
Επιτελείου μας για να κλαφτεί: «Μα γιατί, φίλτατε, συγκεντρώνετε στρατό στα
σύνορά σας, ενώ εμείς σας εγγυόμαστε;» Τα άκουσε τότε από τον Αρχηγό του
Επιτελείου: «Γιατί με το πρόσχημα γυμνασίων η Ιταλία συγκέντρωσε στα σύνορά μας
χιλιάδες μελανοχίτωνες. Γιατί τα αεροπλάνα σας επιχειρούν πτήσεις 20 και 25 χιλιομέτρων εντός
του εδάφους μας….» «Αδύνατον!» θα υποκριθεί ο Γκράτσι. Και ο Αρχηγός άνοιξε ένα
ντοσιέ και του διάβασε μήνα, ημέρα και ώρα …….Κόλαφος! Τι να πει; «Ξέρετε,
παρατήρησε, είναι νέοι αεροπόροι και παρασύρονται από ενθουσιασμό….». «Ώστε δεν
έχουν πειθαρχία!» τον διέκοψε ο επιτελάρχης μας. Ο Γκράτσι σώπασε. Δεύτερος
Κόλαφος!.....Ο χονδρός έφυγε στεναχωρημένος.
------------
Ήταν
ένα απόγευμα του Ιουνίου του 1940 όταν κρότησαν τα τύμπανα, ανυψώθηκαν σημαίες,
κρεμάστηκε από κάποιο μπαλκόνι ένα ταπέτο και πρόβαλε ο Ντούτσε έχοντας τα
χέρια στη μέση του, ενώ τα παραληρούντα από ενθουσιασμό πλήθη χαιρετούσαν φασιστικά. Μόλις άρχισε να μιλά μ’
εκείνο το πομπώδες και θεατρινίστικο ύφος του η ανθρωπότητα ολόκληρη ξέσπασε σε
γέλια. Το θέαμα ήταν πράγματι γελοίο. Η Ιταλία έμπαινε στον πόλεμο. Το κωμικό
μπαλκόνι έλεγε: «Η ώρα των αποφάσεων
επέστη!». Ποιά ήταν αυτή η ώρα; Είχε πια αποθάνει το Βέλγιο, η Ολλανδία,
η Δανία, η Νορβηγία, η Πολωνία και
ψυχορραγούσε η Γαλλία. Έπρεπε να μην έχει κανείς τσίπα ντροπής, για να κηρύξει
τον πόλεμο εναντίον των…. νεκρών. Ήταν η ώρα των «γενναίων!!!». Και η Ιταλία
έστειλε αμέσως την άλλη μέρα τον Πρεσβευτή της να μας πει: «Εμείς μπήκαμε στον
πόλεμο. Εσείς τί θα κάμετε;». Του απαντήσαμε καθαρά: «Με γεια και χαρά σας.
Αλλά εμείς θα μείνουμε ουδέτεροι». Ο Γκράτσι δεν ευχαριστήθηκε. Άφησε να
υπονοηθεί ότι ήθελαν να πάμε μαζί τους.
Μια
βδομάδα μετά ο Τσιάνο μας απηύθυνε έντονη διαμαρτυρία ότι ο αγγλικός στόλος
ναυλοχούσε στην Κρήτη. Η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε περισσότερες διασαφήσεις.
Παρουσία του Πρεσβευτή μας και του Ανφούζο, κλήθηκε ο Ιταλός ναύαρχος να δώσει
εξηγήσεις: «Πού, πώς, πότε, θεάθηκαν τα αγγλικά πολεμικά;» Ο ναύαρχος έπαθε γλωσσοδέτη.
Τι να πει αφού επρόκειτο για ψέμα; Ο Ανφούζο έβαλε την ουρά στα σκέλη και
αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη. Τι εξευτελισμός για ένα κράτος, να ραπίζεται
μονάχο του!.....
Πέρασαν
λίγες μέρες και ο Τσιάνο ξανακάλεσε τον Πρεσβευτή μας και ζήτησε, ούτε λίγο
ούτε πολύ, να ανακαλέσουμε τον Έλληνα Πρεσβευτή στην Άγκυρα, γιατί-λέει-
εξεφράσθη κατά του Άξονα! «Να μας αποδείξετε την κατηγορία…», του είπε ήρεμα ο
Πρεσβευτής μας. «Δεν θα σας κάμω τον αστυνόμο…» απάντησε εκνευρισμένα ο Τσιάνο.
Λίγες μέρες αργότερα καλεί τον Πρεσβευτή
μας, τον οποίο δέχεται όρθιος στο γραφείο του, γεμάτος αυτή τη φορά με οργή και
χτυπώντας τη γροθιά του, του έθεσε πάλι
το ζήτημα των αγγλικών πολεμικών. Ο Πρεσβευτής μας, καλά προετοιμασμένος από
τον Μεταξά, απάντησε νέτα-σκέτα: «Αγγλικά πολεμικά στα λιμάνια μας δεν
υπάρχουν. Να οι αποδείξεις με εκθέσεις, αναφορές, ημερομηνίες». Και του δείχνει
τα έγγραφα. Ο Τσιάνο αλλάζει θέμα: «Στα αθηναϊκά όμως σαλόνια κατηγορούν την
Ιταλία και αυτό δεν μπορούμε να το ανεχθούμε». Και ο Πρεσβευτής μας του απαντά:
«Δεν μπορούμε, εξοχότατε, να κλείσουμε τα στόματα του Ελληνικού Λαού!». Ύστερα ακολούθησαν εκφοβισμοί και απειλές, για να του τονίσει παλληκαρήσια ο Πρεσβευτής μας: «Να έλθουμε
μαζί σας, δεν θα γίνει ποτέ. Αν μας χτυπήσετε, θα πολεμήσουμε!» Μα πώς τολμούσε
ένα μικρό Κράτος να τα βάλει με μιαν Αυτοκρατορία; Από εκείνη τι στιγμή ο Τσιάνο άρχισε να
καταρτίζει συστηματικά πλέον το σχέδιο επίθεσης της συμμορίας του εναντίον της
Ελλάδας.
ΙΟΥΛΙΟΣ
1940 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1940.
Ένας
ανώτερος αξιωματικός βγήκε από το θάλαμο της Υπηρεσίας Ειδήσεων του Ελληνικού
Υπουργείου Ναυτικών και κρατώντας ένα ραδιοτηλεγράφημα έσπευσε να συναντήσει
τον Μεταξά, που εκείνη την ώρα
συνεργαζόταν με τον Υφυπουργό. Είχε μια σοβαρή είδηση: τρία ιταλικά
βομβαρδιστικά αεροπλάνα έβαλλαν με βόμβες και μυδραλιοβόλα εναντίον ενός
βοηθητικού πλοίου του πολεμικού μας ναυτικού. Μας είχαν, λοιπόν, κηρύξει τον
πόλεμο; Ήταν 12 Ιουλίου 1940. Ο Μεταξάς πήρε το τηλέφωνο και διέταξε τον
κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Ύδρα» να σπεύσει σε βοήθεια του πλοίου που
κινδύνευε. Κάποια νευρικότητα επικράτησε στο Υπουργείο. Κανείς δεν ήξερε τι
συνέβαινε.
Σε λίγο άλλο ραδιοτηλεγράφημα
ανήγγειλε ότι επίθεση έγινε και κατά του
αντιτορπιλικού «Ύδρα». Ο Πρεσβευτής μας
στη Ρώμη
διατάχθηκε να
διαμαρτυρηθεί. Τόσο όμως είχαν «πάρει αέρα» οι περί τον Τσιάνο, ώστε ούτε απάντηση αξίωσαν να δώσουν. Αποφύγαμε να δώσουμε
συνέχεια στο συμβάν, γιατί, ήταν αλήθεια, πως επιδιώκαμε να κερδίσουμε χρόνο. Ερχόντουσαν
οι τελευταίες πολεμικές μας προμήθειες και συμπληρωνόταν εντός ολίγου η
μετεκπαίδευση των στελεχών μας. Όσο καιρό κι αν κερδίζαμε μέχρι τη ρήξη, που
φαινόταν πια βέβαιη, αυτό θα μας ωφελούσε. Δεν σπρώξαμε τα πράγματα. Σκύψαμε το
κεφάλι και το ίδιο κάμαμε αργότερα όταν σμήνος ιταλικών βομβαρδιστικών πέταξε
πάνω από την Ήπειρο κι έφθασε μέχρι το Μέτσοβο.
Αλλά η Ρώμη βιαζόταν. Ο Γκράτσι ανέλαβε δευτερεύοντα ρόλο. Τον
πρώτο έπαιζαν τώρα οι Ιταλοί αεροπόροι. Ανδραγαθούσαν εκ του ασφαλούς. Στις 30
Ιουλίου βομβαρδίζουν τα νέα μας αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και
«Βασίλισσα Όλγα» στον Κορινθιακό κόλπο και επιτίθενται εναντίον δύο
υποβρυχίων μας στη Ναύπακτο. Επειδή οι άνανδροι και δειλοί δεν
μπορούσαν να προσβάλουν τον αγγλικό στόλο, έστρεψαν τα πυρά τους εναντίον μας.
Κι εμείς τους υπογράψαμε γραμμάτια εισπρακτέα…… μετά την 28η Οκτωβρίου!...........
Έχουμε μπει αισίως στον Αύγουστο και στη Ρώμη συζητούν πια
σοβαρά τα σχέδια επέκτασης της Ιταλίας με την κατάληψη της Ελλάδας. Φανατικός
υποστηριχτής αυτών των σχεδίων ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ενώ ο γραμματέας του φασιστικού κόμματος, ο Σταράτσε,
προοριζόταν ως «Κυβερνήτης της Ελλάδας». Και
πότε επί τέλους θα καταληφθεί η Ελλάδα; Ο Ντούτσε ανυπομονεί. Μέσα σε
μια νύχτα, υπολόγιζε ότι θα καταβρόχθιζε τη χώρα μας, ο αθεόφοβος. Αποστέλλεται στην Αλβανία ένας νεκροθάφτης,
ανοίγει ένα τάφο και ανασύρει κάποιο νεκρό. Την επομένη ραδιόφωνα, εφημερίδες,
επίσημοι και ανεπίσημοι, ουρλιάζουν στην Ιταλία: τους σκοτώσαμε τον εθνικό ήρωα
της Αλβανίας. Εμείς; Μάλιστα! Οι Έλληνες! .... Δεν είχαν όμως προσέξει τ’ όνομά
του. Αυτοί πήραν ένα νεκρό όπως-όπως. Τους καλέσαμε να μας τον ονομάσουν: Είναι
ο Νταούτ Χότζας.
Την ίδια μέρα τους τον
αποκαλύπτουμε: Νταούτ Χότζας. Επτά καταδικαστικές αποφάσεις για φόνους,
ζωοκλοπές, εκβιασμούς. Δύο φορές καταδίκη σε θάνατο!…… Ο Μουσολίνι πήγε να
σκάσει: «Χάθηκαν οι νεκροί να μου
φέρετε; Μου διαλέξατε ένα λήσταρχο για να συγγενέψω;» Γιατί όχι; Όμοιος τον
όμοιο…. Η επίθεση αναβάλλεται και πάλι.
Κι ήρθε ο δεκαπενταύγουστος.
Γιορτάζει η Παναγία! Ένα ιταλικό υποβρύχιο [το
Delfino,
που έστειλε ο παρανοϊκός Κυβερνήτης των Δωδεκανήσων De Vecchi]
παραφυλάει εκεί κοντά κι εξαπολύει τις τορπίλες του κατά της Μητέρας του Θεού.
Τρεις τορπίλες έριξε και μόλις πέτυχε η μία. Θρίαμβος και εδώ της ιταλικής
σκοποβολής. Ακίνητος ήταν ο στόχος, με την ησυχία τους σκόπευσαν οι κακούργοι
κατά του ανύποπτου καταδρομικού μας και βύθισαν την «Έλλη». Την άλλη μέρα ο Γκράτσι περίλυπος ήλθε στο Υπουργείο Εξωτερικών να μας
συλλυπηθεί!.....Είδατε αναισχυντία το παχύδερμο; Αφού αυτός έδωσε τις
πληροφορίες, πού, πότε και πώς θα συναντούσαν το καταδρομικό μας. Αλλά και πάλι
σωπάσαμε. Ο Υφυπουργός Τύπου εξέδωσε
αυστηρή διαταγή: «Προς Θεού! Να μην αναφέρει καμιά εφημερίδα τ’ όνομα της Ιταλίας». Ωστόσο το έγκλημα της
«Έλλης» είχε τόσο εξοργίσει την ελληνική κοινή γνώμη, ώστε μετά βίας αυτή να
συγκρατείται.
Το ήπιαμε κι αυτό το φαρμάκι
σιωπηρά, όπως σιωπηρά δεχθήκαμε και την άλλη απόπειρα των ιταλικών αεροπλάνων εναντίον
του ατμόπλοιού μας «Φρίντων». Στο μεταξύ ο στρατός μας έλαβε διαταγή να
βρίσκεται σε επιφυλακή. Οι αξιωματικοί μας είχαν κουραστεί από τις δοκιμασίες:
«Πότε πια θα έλθει αυτός ο πόλεμος;». Κοιμόντουσαν καθημερινά στους στρατώνες.
Το ποτήρι πλησίαζε να ξεχειλίσει. Ο Μουσολίνι, αφού μας είχε μπήξει ήδη τη μύτη
του στιλέτου στο στήθος, καλούσε τον Πρεσβευτή μας για να του παραπονεθεί σε ύφος οργίλο ότι: «η
Ελλάδα δεν συμπεριφερόταν απέναντί του με τα φιλικά αισθήματα, που έτρεφε αυτός
για μας….» Μας ράπιζε, μας ξευτέλιζε,
μας σκότωνε και ήθελε να του στήσουμε και ανδριάντα.
-------------
Και φθάσαμε στο απόγευμα της 27ης
Οκτωβρίου. Ο ιδιαίτερος γραμματέας του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών πλησίασε κρατώντας
ένα φάκελο:
-Μία
πρόσκληση, κύριε Υπουργέ, για δεξίωση… Ο Υπουργός δεν θέλησε ούτε να την δει
καν.
-Δεξίωση….
αδύνατον!.....
Ο
Γραμματέας κινήθηκε προς τη θύρα, αλλά
την τελευταία στιγμή, παρ’ όλη τη συνοφρύωση του προϊσταμένου του, στάθηκε για να
προσθέσει:
-Είναι
από την ιταλική πρεσβεία…. Ο Υπουργός ανασήκωσε το κεφάλι:
-Ιταλική,
είπατε;
-Μάλιστα…
-Αδύνατο!...
Να δω….. Πήρε την πρόσκληση και με έκπληξη διάβασε. Ναι, ήταν δεξίωση στην
ιταλική πρεσβεία. Με την ιδιόχειρη
υπογραφή: Γκράτσι.
-Μυστήριο!
Ψιθύρισε ο Υπουργός. Ο άνθρωπος είχε μπροστά του το τελευταίο ειδησεογραφικό
δελτίο του Υπουργείου των Εξωτερικών: Οι πρεσβείες μας του Βερολίνου και του
Βελιγραδίου, προανήγγελλαν την επίθεση κατά της Ελλάδας, ως ζήτημα ωρών. Και η
δεξίωση, λοιπόν, πώς εξηγείτο; Ασφαλώς θα είχε ματαιωθεί και πάλι η εκτέλεση
του εγκλήματος. Κάποιος από τους εγκληματίες δεν θα βρισκόταν στη θέση του. Και
ο Υπουργός άφησε το γραφείο του και πήγε να ετοιμαστεί για τη δεξίωση.
Οι υπάλληλοι της ιταλικής πρεσβείας
διακοσμούσαν την αίθουσα των εορτών [ξημέρωνε
μέρα σημαδιακή για τους φασίστες, αφού θα γιόρταζαν την επέτειο της
θριαμβευτικής τους «Πορείας στη Ρώμη» (Marcia su Roma),που έκαμαν πριν από 18 χρόνια,
στις 28 Οκτωβρίου 1922].Ξεχώριζαν
οι δύο σημαίες: η ελληνική και η ιταλική αγκαλιασμένες. Το φιλί του Ιούδα! Την
ώρα που οι βερσαλιέροι, οδηγούμενοι από προδότες Αλβανούς, είχαν ήδη εισχωρήσει
μέσα στη χαράδρα της Πίνδου. Στο μεταξύ άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι
προσκεκλημένοι της δεξίωσης. Ο Γκράτσι, σε μια γωνιά της σάλας, έχει πιάσει από
το χέρι έναν Υπουργό μας και του λέει: «Η Ελλάδα και η Ιταλία θα ζήσουν
αδελφωμένες…» Και περνά το μεσονύκτιο. Πλησιάζουν τρεις τα ξημερώματα. Η
δεξίωση τερματίζεται. Ένα αυτοκίνητο ξεκινά ολοταχώς από την ιταλική πρεσβεία……
Μεταφέρει το τελεσίγραφο που κομίζει ο Γκράτσι στον Μεταξά! Είναι το στιλέτο,
που θα μπήξει στην καρδιά της Ελλάδας!.......
--------------
Στην
Ελλάδα όμως του Θεμιστοκλή και του Μιλτιάδη γίνεται ένα θαύμα! Την ώρα που ο Γκράτσι
επέστρεφε στην πρεσβεία, μετά την επίδοση του τελεσιγράφου του, ένας
σαλπιγκτής στάθηκε στη ψηλότερη κορυφή
της χώρας μας και σάλπισε εγερτήριο. Σηκώθηκαν τότε από τα κρεβάτια τους
άντρες, γυναίκες, γέροντες και παιδιά και
βγήκαν να κυνηγήσουν τον επιδρομέα. Η στρατολόγηση προχώρησε. Οι Έλληνες
φαντάροι δεν άργησαν να κυνηγήσουν τον
εχθρό. Σε όλα τα μέτωπα επιτυχίες. Λίγο
ακόμη και θα τους ρίξουμε στη θάλασσα. Γι αυτό και ο Μουσολίνι παρουσιάζει
τελευταία, σύμφωνα με τα τηλεγραφήματα, κάποια νευρική υπερδιέγερση. Έχει
γούστο να έχουμε το ατύχημα να τον δούμε να αυτοκτονεί.
Όχι, Μπενίτο, μην το κάνεις αυτό…..
Γιατί υποσχεθήκαμε στην Ευρώπη να σε παραδώσουμε, για να σύρει εκείνη το
σχοινί….. Έτσι θα κλείσει η βίβλος του εγκλήματος της 28ης
Οκτωβρίου, αντάξια με τους πρωταγωνιστές,
ήρωές της……
[Εδώ σταματάει η αφήγηση του σκωπτικού
εγγράφου εκείνης της εποχής κι εμείς σημειώνουμε απλά πως το σχοινί τελικά το
έσυραν οι ίδιοι οι Ιταλοί τον Απρίλη του 1945, κρεμάζοντάς τον Μουσολίνι
ανάποδα, αφού πρώτα τον τουφέκισαν, για να εκδικηθούν έτσι ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ].-
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου