Η χρήση των παρακάτω περιεχομένων επιβάλλει τη ρητή αναφορά στον συγγραφέα και στο έργο του,
διαφορετικά εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου περί κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΣΚΗΝΟΥΡΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΛΑΤΡΗΝΟΣ - ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΣΚΗΤΙΚΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΤΟΥ 11ου αι.

Περίληψη*

Ο 11ος αιώνας πέρασε στην ιστορία με κύριο γνώρισμά του τη συνέχιση της αλματώδους εξάπλωσης του μοναχικού βίου και την ανεξέλεγκτη ίδρυση όλο και περισσοτέρων μοναστηριών σ’ ολόκληρη τη Βυζαντινή Επικράτεια. Το γεγονός αυτό δημιούργησε την ανάγκη εξασφάλισης  των απαραίτητων για τις  μοναστηριακές κοινότητες περιουσιακών στοιχείων. Οι υλικές ανάγκες των  μοναστηριών καλύπτονταν  είτε με την προσωπική εργασία των μοναχών, την κατάληψη και χρησικτησία πάνω στα ακίνητα και την καρποκτησία, είτε με δωρεές, αγοραπωλησίες, εισφορές των ίδιων των μοναχών κατά την είσοδό τους στο μοναστήρι, κληρονομιές κ.λ.π.

Εξαιρετικά διαδεδομένες κατά τον 11ο αιώνα εμφανίζονται οι δωρεές ακινήτων σε μοναστήρια, αφού σ’ όλα τα στρώματα του πληθυσμού υπήρχε έντονη η διάθεση προσφοράς, που ο καθένας έκανε ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις.

Το ευνοϊκό, λοιπόν, για το μοναχισμό κλίμα αυτής της περιόδου παρόρμησε και τον καταγόμενο από επιφανή οικογένεια της Κω Αρσένιο Σκηνούρη να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να καταφύγει  στο ψηλότερο και πιο απόκρημνο βουνό του νησιού του, τον Δίκιο, όπου έκτισε  δύο κελιά, στα οποία εγκατέστησε γέροντες μοναχούς μαζί με τους οποίους συνασκήτευε. Επειδή όμως η τοποθεσία εκείνη ήταν άγονη και ακατοίκητη, ο Αρσένιος Σκηνούρης παρακάλεσε τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ΄ τον Βοτανειάτη να διατηρηθεί το προνομιακό καθεστώς του «αυτεξουσίου» (δηλ. αυτοδιοίκητου, απαλλαγμένου από κάθε εκκλησιαστική ή κρατική εποπτεία) και να τύχουν τα κελιά του ευεργετήματος της «εξκουσσίας» (δηλ. του αφορολόγητου). Ο Βοτανειάτης αποδέχτηκε και τα δύο αιτήματα του Σκηνούρη με Χρυσόβουλλο, που του έστειλε τον Οκτώβριο του 1079. Όριζε ακόμη να ενισχύεται ο Σκηνούρης και οι μοναχοί του από τον «Διοικητή των Κυκλάδων νήσων» με 16 νομίσματα «χάριν σολεμνίου» (δηλ.  με ετήσια επιχορήγηση), για ν’ ανακουφίζονται έτσι απ’ τις στερήσεις  και να προσεύχονται υπέρ του Αυτοκράτορα.

Ο Σκηνούρης, που φαίνεται να ανήκε στους μεγαλοκτηματίες της εποχής, διέθετε ακίνητη περιουσία στην Κω κι έξω απ’ αυτή. Τούτο μαρτυρείται απ’ το γεγονός ότι πριν κτίσει τα δύο κελιά στον Δίκιο, ήταν εγκατεστημένος σ’ ένα άλλο μοναστήρι, που κατείχε  «από προγόνων» στην Στρόβιλο, παραθαλάσσια πόλη της Μικρασίας, κοντά στην Αλικαρνασσό. Εκεί θα συναντήσει και θα φιλοξενήσει τον ήδη γνώριμό του μοναχό Χριστόδουλο τον Λατρηνό, στον οποίο θ’ αναθέσει τη διοίκηση του μοναστηριού του. Σύντομο όμως θα είναι το διάστημα της παραμονής του Χριστοδούλου στην Στρόβιλο. Επειδή την περιοχή απειλούσαν οι επιδρομές των Τούρκων, με σύσταση του Σκηνούρη ο Χριστόδουλος θα διαπεραιωθεί στην Κω αναζητώντας στις ιδιοκτησίες του Κώου μοναχού την κατάλληλη θέση για την ανέγερση μοναστηριού, στο οποίο ο Σκηνούρης θ’ αφιέρωνε όλη την περιουσία του. Την είδηση αυτή μας δίνει ο ίδιος ο Χριστόδουλος στην «Υποτύπωσή» του, που συνέταξε αργότερα, τον Μάϊο του 1091, στην οποία, μάλιστα, υπογραμμίζει τα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα του Σκηνούρη μ’ ετούτα τα λόγια:
«Εκείσε δ’ ουν εντυχών ημίν ανήρ ευλαβής και κατά το γένος περίβλεπτος͘(ιθαγενής τε γαρ ην και των ευ γεγονότων, και πάντοθεν απεβλέπετο), θεοφιλής τον τρόπον, επιεικής την γνώμην, σεμνός το είδος, το ήθος κόσμιος, μοναχός το σχήμα, την κλήσιν Αρσένιος, την επωνυμίαν Σκηνούριος, όλος εγεγόνει της θεραπείας της ημετέρας, ος ήκιστα μεν και πριν ημίν ετύγχανεν αγνοούμενος, τηνικαύτα δ’ επί μάλλον τω σπαρτίω της προς ημάς αγάπης πνευματικώς συνεδέδετο».



Εξετάζοντας ο Χριστόδουλος όλα τα ακίνητα του Σκηνούρη στην Κω, συνάντησε ένα μεγάλο και ακατοίκητο λόφο με πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, που οι κάτοικοι ονόμαζαν «Πηλίον» (το σημερινό Παλιό Πυλί).Εκεί θα ιδρύσει τη μονή της Θεοτόκου με περίβολο και κελιά. Είναι το σωζόμενο μέχρι σήμερα Καθολικό της Πανυπεράγνου Θεοτόκου της επιλεγομένης των Καστριανών, το οποίο,  παρόλο που δεν θυμίζει πια τον περικαλλή ναό του Χριστοδούλου,  τιμάται ωστόσο την ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού στις 2 Φεβρουαρίου ως Θεομητορική Εορτή.



Στη μονή θ’ αρχίσουν να συρρέουν μοναχοί και να γίνονται αφιερώσεις από ντόπιους σε κινητά και ακίνητα, που θα προστεθούν στις κτήσεις του Σκηνούρη, οι οποίες είχαν ήδη περιέλθει στην κυριότητα της μονής. Θα εξασφαλίσει επίσης ο Χριστόδουλος και τις απαραίτητες φορολογικές απαλλαγές με «Πιττάκιον» του Νικηφόρου του Βοτανειάτη, που εκδόθηκε το 1080, με το οποίο ο Αυτοκράτορας δώριζε με «εξκουσσία» στον Χριστόδουλο και στους μαθητευόμενους μοναχούς του δύο «τόπια» της Κω, δηλ. μικρές εκτάσεις γης που ανήκαν ασφαλώς στο δημόσιο: το «Καστέλλον» ή «Καστριανόν» και «το του Πιλέ». Την ισχύ του εγγράφου αυτού θα επικυρώσει και θα επαυξήσει λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1085, ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός με Χρυσόβουλλό του. Σ’ αυτό μνημονεύονται αόριστα και οι αφιερώσεις κτημάτων των μοναχών Μαρίας Καβαλλουρίνας και Νίκωνος Ασκεπή.



Νιώθοντας  όχι και τόσο ικανοποιημένος ο Χριστόδουλος απ’ τις μέχρι τώρα αφιερώσεις των πιστών προς τη μονή της Θεοτόκου στην Κω και θέλοντας να ενισχυθεί με περισσότερες ακόμη κτήσεις κι από άλλα νησιά, επισκέφθηκε τον Αυτοκράτορα στην Βασιλεύουσα και τον παρακάλεσε να δωρίσει στη μονή του ολόκληρο το νησί Λειψώ κι απ’ την Λέρο τα «προάστια»  «Παρθένιον» και «Τεμένια» ως και το μισό κάστρο «Παντελίου» με όλες τις προσόδους τους. Ο Αλέξιος, έχοντας και τη συγκατάθεση της μητέρας του Άννης της Δαλασσηνής, αποδέχτηκε το αίτημα του Χριστόδουλου κι έσπευσε χωρίς χρονοτριβή («ταχυπειθής») στην έκδοση Χρυσοβούλλου , τον Μάϊο του 1087, για την ικανοποίησή του. Ο Χριστόδουλος τονίζει στην Υποτύπωσή του ότι τα δύο «προάστια» Τεμένια και Παρθένι απόκτησε «κατά λόγον δεσποτείας» από τους κατόχους τους Σκηνούρη και Καβαλλούρη, ο δε Αυτοκράτορας με το Χρυσόβουλλό του απλώς επικύρωσε τη δωρεά αυτών, που κατείχε ήδη ο Χριστόδουλος («α και προκατείχον», όπως γράφει ο ίδιος). Έτσι η μονή της Κω ενδυναμώθηκε ακόμη πιο πολύ με τις νέες κτήσεις του ηγουμένου της.

Ο Χριστόδουλος φάνηκε ότι ηρέμησε για λίγο. Γρήγορα όμως διαπίστωσε  ότι οι μοναχοί του στην Κω ενοχλούνταν απ’ τις συχνές δοσοληψίες με τους κατοίκους της περιοχής, που τα κτήματά τους καθώς συνόρευαν με τα ακίνητα της μονής, γίνονταν αφορμή για διαμάχες μεταξύ τους, που βύθιζαν τους μοναχούς  στην «τύρβη των βρασμών των βιωτικών», αποσπώντας τους απ’ τον καθαρά ασκητικό τους προορισμό. Αποφάσισε, λοιπόν, ν’ αλλάξει καταφύγιο και διάλεξε τη μικρή κι ερημική Πάτμο, που παρουσίαζε κάποια ασφάλεια απ’ τις επιδρομές των Τούρκων και είχε γι’ αυτόν ιδιαίτερη σημασία, ως ο τόπος που δέχτηκε άλλοτε τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού Ιωάννη τον Θεολόγο. Δεν χάνει καιρό , ξαναφεύγει για την Κωνσταντινούπολη, όπου εκλιπαρεί πάλι τον Αυτοκράτορα («προσήλθε τη βασιλεία μου εκλιπαρών μάλα περιπαθώς», τονίζει στο Χρυσόβουλλό του ο Αυτοκράτορας) να δεχτεί να πάρει την Πάτμο ελεύθερη με βασιλική δωρεά και να αποδώσει σαν αντάλλαγμα στο δημόσιο τη νεοϊδρυμένη μόνη της Κω με όλες τις κτήσεις της. Ο Αλέξιος Κομνηνός έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του υπογράφοντας το περίφημο Χρυσόβουλλο του Απριλίου του 1088, με το οποίο  όριζε να περιέλθουν στο δημόσιο όλα τα ακίνητα της Κω, τα αποκτηθέντα απ’ τον Χριστόδουλο, ο δε μοναχός αυτός να γίνει κύριος ολόκληρης της Πάτμου, απαλλαγμένης από φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις.

Ο Χριστόδουλος θα παραλάβει τους συντρόφους του απ’ την Κω και θα κατευθυνθεί στο νέο τόπο της διαμονής του. Οι μοναχοί όμως που τον ακολούθησαν στην Πάτμο δεν μπορούσαν να υπομείνουν την τραχύτητα του μικρού νησιού και καθώς θυμούνταν τις χάριτες που τους πρόσφερε η Κως άρχισαν σιγά να φεύγουν. Γι’ αυτό ο Χριστόδουλος, συντάσσοντας το 1093 τον Κωδίκελλό του, ζήτησε απ’ τον Αυτοκράτορα, με την προτροπή ίσως των μοναχών, την επιστροφή των κτημάτων της Κω. Φαίνεται όμως ότι ο Αυτοκράτορας απέρριψε το αίτημα, γιατί απ’ τη χρονιά σύνταξης του  Κωδίκελλου και μετέπειτα καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει για τα μοναστικά ιδρύματα και τις κτήσεις του Χριστοδούλου στην Κω. Πολύ αργότερα, μετά από ενάμιση περίπου αιώνα, το έτος 1258, η μονή της Πάτμου θ’ αρχίσει ν’ αποκτά μετόχια στην Κω, όπως τις μονές Σπονδών, Σωτήρος Χριστού και Άλσους.

Εύλογα όμως θ’ αναρωτηθεί κανείς τι απόγινε ο Αρσένιος Σκηνούρης, ο Κώος μοναχός που οδήγησε τα βήματα του Χριστοδούλου στο νησί της Κω, προσφέροντάς του, πρώτος εκείνος, τις κτήσεις του για την ανέγερση της μονής της Θεοτόκου;
Την απάντηση μας δίνει ο Χριστόδουλος στην Υποτύπωσή του, λέγοντας ότι ενώ ο Σκηνούρης υποσχέθηκε να βοηθήσει στο κτίσιμο της μονής, ξαφνικά και καθώς το έργο βρισκόταν ακόμη στο ξεκίνημά του, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα («νύκτωρ αναχωρήσαντος και αμεταστρεπτί προς τα Ιεροσόλυμα καταπλεύσαντος»). 

Οι λόγοι που ανάγκασαν τον Σκηνούρη να εγκαταλείψει τον Χριστόδουλο και ν’ αναζητήσει καταφύγιο στα Ιεροσόλυμα παραμένουν άγνωστοι. Εμείς θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση στην αναζήτηση των αιτίων της μυστηριώδους φυγής. Την προσοχή μας θ’ απασχολήσει μια λεπτομέρεια: Ποιες ήταν οι αντιλήψεις των δύο μοναχών, Σκηνούρη και Χριστοδούλου, γύρω απ’ τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης της μοναστηριακής ζωής στην Κω;

Ο μεν Χριστόδουλος φάνηκε απ’ την αρχή να πιστεύει στο κοινοβιακό σύστημα, για το οποίο είχε αρκετή εμπειρία απ’ τη θέση του ηγουμένου της μονής του Στύλου στο όρος Λάτρος (εξού και η προσωνυμία Λατρηνός), ο δε Σκηνούρης έδειχνε ότι έκλεινε πιο πολύ προς τους μοναχούς που ασκήτευαν ανεξάρτητοι σε κελιά, παρόλο που διέθετε ήδη δικό του μοναστήρι στην Στρόβιλο. Ας θυμηθούμε το Χρυσόβουλλο του Νικηφόρου Βοτανειάτη (Οκτώβριος του 1079) που μιλά για δύο μόνο κελιά στον Δίκιο («κελλία δύο εδείματο»), αν και ο Σκηνούρης διέθετε τα οικονομικά μέσα να κτίσει μονή - πράγμα που έκαμε αργότερα ο Χριστόδουλος στο Παλιό Πυλί- κι εκεί  να εγκατασταθεί με τους μοναχούς του. Εξάλλου το γεγονός ότι εγκατέλειψε το μοναστήρι του στην Στρόβιλο για να μονάσει στα κελιά της Κω καθώς και  ότι προτίμησε να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα, απ’ όπου ξεκίνησε το σύστημα των μονών της  «Λαύρας» κι απλώθηκε με τον καιρό στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο, μαρτυρεί, κατά τη γνώμη μας, την τάση του Κώου μοναχού ν’ ασκητέψει μόνος, μακριά απ’ τα κοινόβια μοναστήρια.

Μπορεί βέβαια ο Σκηνούρης να ήταν εκείνος που παρακίνησε τον Χριστόδουλο να κτίσει μοναστήρι στην Κω, αφιερώνοντας όλη την περιουσία του, είναι ενδεχόμενο όμως να ήταν αντίθετος προς την επιβολή αυστηρών κοινοβιακών κανόνων, που οδηγούσαν αναγκαία στην κοινοκτημοσύνη των διαβιούντων στο κοινόβιο, ενώ αντίθετα η υποχρέωση αυτή δεν ίσχυε για τους ερημίτες και τους ανεξάρτητα ζώντες κελιώτες. Μπορεί ακόμη ο Σκηνούρης να ήθελε ως ο πρώτος, μεγάλος  δωρητής ακινήτων προς τη μονή της Κω να κρατήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα της ηγουμενίας, κάτι τελικά που του αφαίρεσε ο Χριστόδουλος. Γνώριζε, άλλωστε, ο Σκηνούρης τις κατηγορίες που βάραιναν τον Χριστόδουλο σχετικά με την κακή διαχείριση της μονής του Στύλου (γεγονός που οδήγησε τον Χριστόδουλο σε παραίτηση  απ’ την ηγουμενία εκείνης της μονής), γι’ αυτό και διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς την παραχώρηση του δικαιώματος της ηγουμενίας στην υπό ανέγερση μονή της Κω. Μπροστά, λοιπόν, στην επιμονή του Χριστοδούλου να κρατήσει την ηγουμενία και να ισχύσουν οι δικές του αρχές του κοινοβιακού συστήματος, πήρε την απόφαση να διαχωρίσει τη θέση του και ακούγοντας τη φωνή της συνειδήσεώς του προτίμησε τη φυγή στα Ιεροσόλυμα για ν’ ασκητέψει εκεί, αφοσιωμένος με αυταπάρνηση στον Θεό.

Αλλά και ο Χριστόδουλος πηγαίνοντας στην Πάτμο δεν έμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αφού καθιέρωσε τους πιο αυστηρούς κανόνες μοναστικής ζωής, κάνοντας το νησί μια μικρή και σχεδόν ανεξάρτητη Πολιτεία, όπου μόνο μοναχοί μπορούσαν αρχικά να ζουν, αποσύρθηκε και πάλι δυτικότερα, στον Εύριπο της Εύβοιας, όταν είδε πως ο κίνδυνος των Τούρκων επεκτεινόταν στα νησιά που βρίσκονταν απέναντι στα Μικρασιατικά παράλια. Στον Εύριπο θα συντάξει τον Μάρτιο του 1093 τον Κωδίκελλο και τη Μυστική του Διαθήκη, όπου όριζε γενικό κληρονόμο του το μοναχό Αρσένιο Σκηνούρη, στον οποίο μεταβίβαζε τη μονή της Πάτμου με όλες τις κτήσεις και τα περιουσιακά του στοιχεία:
«και θέλω και βούλομαι εκ τούτων πάντων των καταλειφθέντων μοι, μετά των ειρημένων νησίων, τον μοναχόν Αρσένιον τον Σκηνούριον, τον εις Ιεροσόλυμα καταλιπείν αυτόν αντ’ εμού κύριον και εξουσιαστήν  εις το ευτελές μοναστήριον του τιμίου και ηγαπημένου Θεολόγου του εν τη νήσω Πάτμω μετά πάντων των διαφερόντων αυτώ, καθώς το θείον και προσκυνητόν χρυσόβουλλον του κραταιού και αγίου ημών βασιλέως διαλαμβάνει».

Αναγνώριζε, δηλαδή, κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μεγάλη προσφορά και αυτοθυσία του παλαιού Κώου συνασκητή του. Το πρόβλημα όμως ήταν αν ο μοναχός Αρσένιος θα εγκατέλειπε τα Ιεροσόλυμα όπου μόναζε, για να εγκατασταθεί στην Πάτμο. Για τη λύση του προβλήματος αυτού ο Χριστόδουλος όρισε ως υποκατάστατο κληρονόμο του Σκηνούρη το πνευματικό του παιδί, τον λαϊκό Θεοδόσιο, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και τον καλούσε να έρθει ν’ αναλάβει την ηγουμενία της μονής Πάτμου. Μετά το θάνατο του Χριστοδούλου, στις 16 Μαρτίου του 1093, οι εκτελεστές της διαθήκης του μοναχοί δεν μπόρεσαν να βρουν τα ίχνη του Σκηνούρη, που μάλλον είχε αποβιώσει, γι’ αυτό απευθύνθηκαν στον Θεοδόσιο, που αποποιήθηκε την κληρονομιά με γραφτή παραίτησή του. Άγνωστο παραμένει ποιος έγινε ηγούμενος της μονής Πάτμου αμέσως μετά την άρνηση του Θεοδοσίου.

Εκείνο πάντως που όλοι γνωρίζουμε είναι ότι το μοναστήρι  αυτό συνέχισε αδιάκοπο το βίο του ως τις μέρες μας. Κατά τη σκοτεινή, μάλιστα, περίοδο της Τουρκοκρατίας  θα καταστεί προπύργιο της Ορθοδοξίας, εστία συντήρησης και καλλιέργειας της Ελληνοχριστιανικής παιδείας και πηγή έμπνευσης του απελευθερωτικού αγώνα της Φυλής μας. Και όλα αυτά τα οφείλει στον ιδρυτή του Όσιο Χριστόδουλο, που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ιστορία του μοναχισμού. Στις δέλτους όμως της ιστορίας είναι δίκαια γραμμένο και τ’ όνομα ενός άλλου μοναχού, του Αρσενίου Σκηνούρη, του οποίου οι δωρεές των πλουσίων κτημάτων της Κω εξασφάλισαν στον Χριστόδουλο την αναγκαία περιουσιακή υπόσταση και κατέστησαν δυνατή την ανταλλαγή με ολόκληρο το νησί της Πάτμου, που εξελίχθηκε από τότε σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο παγκόσμιας αναγνώρισης.
_______________________________________________
* Ανακοίνωσή μου  στο Διεθνές Συμπόσιο για τα 900 Χρόνια Ιστορικής Μαρτυρίας (1088-1988) της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Πάτμος 22-24 Σεπτεμβρίου 1988, που δημοσιεύθηκε στον ομώνυμο τόμο Πρακτικών της Εταιρείας Βυζαντινών & Μεταβυζαντινών Μελετών, Αθήναι 1989, σελ. 127- 136. Βλέπε επίσης το βιβλίο μου:  «Ιστορία της Νήσου Κω. Αρχαία-Μεσαιωνική-Νεότερη», έκδοση Δήμου Κω 1990 και αγγλόφωνη έκδοση του 2013, σελ.230-239 αντίστοιχα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου