Απόπειρες δολοφονίας κατά του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου είχαν εξυφανθεί αρκετές κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης πολιτικής του ζωής, τέσσερις όμως ήταν οι σημαντικότερες. Η πρώτη έγινε στις 15 Νοεμβρίου του 1910 όσο διαρκούσε η προεκλογική του περιοδεία για τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Η δεύτερη έγινε τον Αύγουστο του 1920 στο Παρίσι (σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών), λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, όπου δύο βασιλόφρονες απότακτοι αξιωματικοί έριξαν εναντίον του δέκα σφαίρες και τον τραυμάτισαν ελαφρά στον ώμο και το ένα χέρι. Κρατώντας τότε στο τραυματισμένο του χέρι την ενυπόγραφη από τον ίδιο Συνθήκη, εμφανίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων και εν μέσω ενθουσιωδών ζητωκραυγών αναφώνησε: «Ιδού, Κύριοι, η Συνθήκη της Μεγάλης Ελλάδος των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών»!!!. Η τρίτη απόπειρα έγινε τον Ιανουάριο του 1923 και η τέταρτη στις 6 Ιουνίου του 1933 στη λεωφόρο Κηφισίας, που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του ίδιου και της συζύγου του Έλενας, όταν, με το αυτοκίνητο τους, επέστρεφαν από την Κηφισιά και δέχτηκαν καταιγισμό πυρών.
Από έγγραφα του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών πληροφορούμαστε τον σκοτεινό ρόλο των Ιταλικών Αρχών κατοχής της Κω κατά την τρίτη απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου, τον Ιανουάριο του 1923. Πώς όμως βρέθηκε περιπεπλεγμένη η Κως σ’ εκείνη τη δολοφονική απόπειρα;
Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου από επιστολή που έφθασε στην Αθήνα και προφανώς είχε λογοκριθεί, έμαθαν ότι στο ιταλοκρατούμενο νησί της Κω είχαν αφιχθεί από τη Σάμο οι δύο γνωστοί ληστές και κακοποιοί αδελφοί, ο Κωνσταντίνος και Γιάννης Γιαγιάς και ζήτησαν ιταλικά διαβατήρια για να διαφύγουν προς την Ευρώπη. Δεν καθοριζόταν με ακρίβεια ο προορισμός των δύο αυτών κακοποιών, γιατί στην επιστολή σημειωνόταν με το σημείο «Χ». Ο Γιάννης γνώριζε καλά τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και οι Υπηρεσίες Ασφαλείας φοβούνταν ότι θα χρησίμευε ως οδηγός του αδελφού του, που ήταν ειδικός στη διάπραξη δολοφονιών. Είχαν επίσης την πληροφορία ότι τα αδέλφια αυτά είναι αντιβενιζελικοί και πιστοί προς την «εκπεσούσαν Αυλήν» (δηλ. προς τον έκπτωτο Βασιλιά Κων/νο) και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν για να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο ή άλλη ελληνική προσωπικότητα που διέμενε στην Ευρώπη. Αυτά προέκυπταν από έγγραφο ( με αριθμ.538/18/31-1-1923) του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, που στάλθηκε στην Αντιπροσωπεία μας στη Διάσκεψη της Ειρήνης στη Λωζάννη. Για την περίπτωση των δύο κακοποιών που βρίσκονταν στην Κω ειδοποιήθηκε εγγράφως (αριθμ. 1059) στις 2 Φεβρουαρίου του 1923 ο επικεφαλής της Αστυνομίας της Λωζάννης R. Jacquillard από τον πρεσβευτή μας Δ. Κακλαμάνο, δεύτερο στην τάξη της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη εκείνη, για να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Οι Ιταλικές όμως Αρχές του νησιού μας δεν έκαμαν καμιά προσπάθεια για να δώσουν πληροφορίες στις Ελληνικές Διωκτικές Αρχές, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες το είχαν ζητήσει.
Γνωρίζουμε, βέβαια, από δημοσίευμα στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» (φύλλο 24ης Σεπτεμβρίου 2006) της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών κ. Φωτεινής Τομαή, ότι οι διαβόητοι κακοποιοί αδελφοί «Γιαγιάδες», που προσπάθησαν για λογαριασμό της φασιστικής Ιταλίας να αποσχίσουν τη Σάμο από την Ελλάδα, φυγαδεύτηκαν τελικά από τους Ιταλούς μέσω Κω προς τα Μούγλα της Τουρκίας και κατέφυγαν στη Νέα Έφεσο (Κιουσάντασι), όπου ζήτησαν άσυλο, για να τύχουν, μάλιστα, και ιδιαίτερης προστασίας και περιποίησης από τους Τούρκους. Για το ίδιο ζήτημα είχε δημοσιεύσει πρώτος ένα άρθρο, με αναπάντητα όμως ερωτήματα, ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαλαχούρης, στο βιβλίο του με τίτλο: «Σελίδες Ιστορίας. Ροδιακά και άλλα», εκδόσεις Θυμέλη ( 2002), σελ. 174-177. Τυχόν σχετικά έγγραφα προερχόμενα από Ιταλικές πηγές δεν έχουν εντοπισθεί προς το παρόν. Θα ήταν χρήσιμο για τη διεξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων αν είχαμε τις θέσεις και τις απόψεις των τότε Ιταλικών Πολιτικών και Διπλωματικών Αρχών επί του θέματος αυτού.
Από έγγραφα του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών πληροφορούμαστε τον σκοτεινό ρόλο των Ιταλικών Αρχών κατοχής της Κω κατά την τρίτη απόπειρα δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου, τον Ιανουάριο του 1923. Πώς όμως βρέθηκε περιπεπλεγμένη η Κως σ’ εκείνη τη δολοφονική απόπειρα;
Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου από επιστολή που έφθασε στην Αθήνα και προφανώς είχε λογοκριθεί, έμαθαν ότι στο ιταλοκρατούμενο νησί της Κω είχαν αφιχθεί από τη Σάμο οι δύο γνωστοί ληστές και κακοποιοί αδελφοί, ο Κωνσταντίνος και Γιάννης Γιαγιάς και ζήτησαν ιταλικά διαβατήρια για να διαφύγουν προς την Ευρώπη. Δεν καθοριζόταν με ακρίβεια ο προορισμός των δύο αυτών κακοποιών, γιατί στην επιστολή σημειωνόταν με το σημείο «Χ». Ο Γιάννης γνώριζε καλά τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και οι Υπηρεσίες Ασφαλείας φοβούνταν ότι θα χρησίμευε ως οδηγός του αδελφού του, που ήταν ειδικός στη διάπραξη δολοφονιών. Είχαν επίσης την πληροφορία ότι τα αδέλφια αυτά είναι αντιβενιζελικοί και πιστοί προς την «εκπεσούσαν Αυλήν» (δηλ. προς τον έκπτωτο Βασιλιά Κων/νο) και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν για να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο ή άλλη ελληνική προσωπικότητα που διέμενε στην Ευρώπη. Αυτά προέκυπταν από έγγραφο ( με αριθμ.538/18/31-1-1923) του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, που στάλθηκε στην Αντιπροσωπεία μας στη Διάσκεψη της Ειρήνης στη Λωζάννη. Για την περίπτωση των δύο κακοποιών που βρίσκονταν στην Κω ειδοποιήθηκε εγγράφως (αριθμ. 1059) στις 2 Φεβρουαρίου του 1923 ο επικεφαλής της Αστυνομίας της Λωζάννης R. Jacquillard από τον πρεσβευτή μας Δ. Κακλαμάνο, δεύτερο στην τάξη της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη εκείνη, για να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Οι Ιταλικές όμως Αρχές του νησιού μας δεν έκαμαν καμιά προσπάθεια για να δώσουν πληροφορίες στις Ελληνικές Διωκτικές Αρχές, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες το είχαν ζητήσει.
Γνωρίζουμε, βέβαια, από δημοσίευμα στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» (φύλλο 24ης Σεπτεμβρίου 2006) της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών κ. Φωτεινής Τομαή, ότι οι διαβόητοι κακοποιοί αδελφοί «Γιαγιάδες», που προσπάθησαν για λογαριασμό της φασιστικής Ιταλίας να αποσχίσουν τη Σάμο από την Ελλάδα, φυγαδεύτηκαν τελικά από τους Ιταλούς μέσω Κω προς τα Μούγλα της Τουρκίας και κατέφυγαν στη Νέα Έφεσο (Κιουσάντασι), όπου ζήτησαν άσυλο, για να τύχουν, μάλιστα, και ιδιαίτερης προστασίας και περιποίησης από τους Τούρκους. Για το ίδιο ζήτημα είχε δημοσιεύσει πρώτος ένα άρθρο, με αναπάντητα όμως ερωτήματα, ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαλαχούρης, στο βιβλίο του με τίτλο: «Σελίδες Ιστορίας. Ροδιακά και άλλα», εκδόσεις Θυμέλη ( 2002), σελ. 174-177. Τυχόν σχετικά έγγραφα προερχόμενα από Ιταλικές πηγές δεν έχουν εντοπισθεί προς το παρόν. Θα ήταν χρήσιμο για τη διεξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων αν είχαμε τις θέσεις και τις απόψεις των τότε Ιταλικών Πολιτικών και Διπλωματικών Αρχών επί του θέματος αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου