Αναρωτιούνται σήμερα πολλοί, που δεν
έχουν διαβάσει επαρκώς την ιστορία των νησιών μας, πώς βρέθηκε η Ιταλία στα
Δωδεκάνησα. Αυτό το σύντομο άρθρο δίνει την απάντηση στο ερώτημά τους.
Η Ιταλία, που υπήρξε στις αρχές του
20ου αιώνα μια αναδυόμενη Μεγάλη Δύναμη στη Μεσόγειο, ενεπλάκη από
τον Σεπτέμβριο του 1911 σε έναν αδικαιολόγητο αποικιοκρατικό πόλεμο στην
Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή κατά της Τουρκίας και θέλοντας να ασκήσει πίεση
προς την Υψηλή Πύλη έσπευσε να καταλάβει τα Δωδεκάνησα, που τελούσαν ακόμη υπό
την Οθωμανική κυριαρχία.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Ιταλούς
ιθύνοντες να επιλέξουν τα Δωδεκάνησα ανάμεσα στα άλλα νησιά του Αιγαίου ήταν οι
εξής: Καταρχήν η εγγύτητά τους προς τα προσοδοφόρα μικρασιατικά παράλια, μια
περιοχή της οποίας την οικονομική εκμετάλλευση εποφθαλμιούσε η Ιταλία, όπως
άλλωστε και όλες οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις. Δεύτερον, το γεγονός ότι ήταν αρκετά
μακριά από την πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων για να παρακινήσουν τα κράτη της
χερσονήσου του Αίμου στην ανάληψη επιθετικής πολιτικής προς την Τουρκία. Επίσης
από στρατιωτική άποψη, τα Δωδεκάνησα προσφέρονταν ως εύκολη λεία για μια δύναμη
με ισχυρό ναυτικό, όπως ήταν η Ιταλία. Τέλος, υπήρχαν ιστορικοί και
πολιτιστικοί δεσμοί με τα Δωδεκάνησα. Η Ρόδος
ειδικότερα είχε υπάρξει αξιόλογο κέντρο όχι μόνο της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, αλλά και του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών, πολλοί από τους
οποίους είχαν ιταλική προέλευση, ενώ όλα σχεδόν τα νησιά και ιδιαίτερα η Κως
έβριθαν από αρχαιολογικά ευρήματα, «ικανά
να τέρψουν τους ιμπεριαλιστές
αρχαιολόγους και ιστορικούς».
Την άνοιξη του 1912 η Ιταλία άρχισε
να καταλαμβάνει ένα-ένα τα Δωδεκάνησα, αφού πρωτύτερα το ιταλικό πολεμικό ναυτικό
είχε βομβαρδίσει τα Δαρδανέλια, αναγκάζοντας την Τουρκία να απαγορεύσει,
προσωρινά, τη διέλευση οποιουδήποτε εμπορικού πλοίου από τα Στενά, με δυσμενείς
συνέπειες για την οικονομία και το εμπόριο της. Η επιχείρηση στα Δωδεκάνησα
διεξήχθη με υποδειγματικό τρόπο. Το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα αποτελείτο από
11 καταδρομικά, 20 αντιτορπιλλικά και τορπιλλοβόλα και εννέα μεταγωγικά, με συνολική δύναμη
9.000 ανδρών. Πρώτη καταλήφθηκε η Αστυπάλαια (στις 22 Απριλίου) και μέχρι τα
μέσα Μαΐου ιταλικές φρουρές είχαν εγκατασταθεί σε όλα τα Δωδεκάνησα, με
εξαίρεση το Καστελλόριζο η κατοχή του οποίου, λόγω της γεωγραφικής του θέσης,
δεν θεωρήθηκε απαραίτητη τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου
Πολέμου. Στο μεταξύ το νησί αυτό είχε ανακηρύξει την αυτονομία του, ενώ από το 1915
μέχρι το καλοκαίρι του 1919 χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους ως ναυτική βάση.
Μόνο στη Ρόδο η τουρκική φρουρά,
αποτελούμενη από 1000 μόνιμους και 500 άτακτους, πρόβαλε κάποια σχετική
αντίσταση, μπροστά στην οποία οι Ιταλοί εφάρμοσαν όλη τη μαεστρία τους. Αφού
συνέλαβαν τον Βαλή της Ρόδου, που αποπειράθηκε να δραπετεύσει με ένα πλοιάριο
στα μικρασιατικά παράλια, περικύκλωσαν τους αντιπάλους τους στα υψώματα της
Ψίνθου, κόβοντάς τους κάθε παροχή τροφής και πόσιμου νερού, με αποτέλεσμα η
παράδοση του εχθρού να γίνει γρηγορότερα. Οι απώλειες των Ιταλών ήταν 6 νεκροί
και 36 τραυματίες, ενώ γύρω στους 90 Τούρκοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης, όχι
τόσο πολεμώντας τους Ιταλούς, αλλά από ασιτία και αφυδάτωση.
Με τον κάπως απροσδόκητο αυτό τρόπο
τα νησιά μας βγήκαν από την αφάνεια και, από το 1912 μέχρι την επικύρωση της
Συνθήκης της Λωζάνης το καλοκαίρι του 1924, το Δωδεκανησιακό ζήτημα αναδείχθηκε
σε σημαντική, αν και πάντοτε περιφερειακή, συνισταμένη των πολιτικών και
διπλωματικών περιπετειών του πολύμορφου «Ανατολικού ζητήματος». Από το 1924 και
μετά η φασιστική πια Ιταλία επισημοποίησε και οριστικοποίησε την κατοχή και
κυριαρχία της σε όλα τα Δωδεκάνησα, με
όλες τις συνέπειες που επρόκειτο να υποστούν οι κάτοικοι των δύσμοιρων νησιών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου